γυναίκες και άνδρες
εξ αίματος και εξ αγχιστείας
στ' αλόγου τα καπούλια.
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "ο επί τέλους λόγος"
Η ώρα έφτασε και ο χρόνος της αναμονής τελείωσε.
Η αγωνία ξεπερνιέται με δυσκολία από το ειρωνικό γέλιο που ζωγραφίζεται στα πρόσωπα.
Η ειρωνία εκδηλώνεται μέσα από αστεία που προσπαθούν να καθησυχάσουν τα θύματα.
Ο δροσερός αέρας προμηνύει μια δύσκολη μέρα και προσπαθώντας κι αυτός να ησυχάσει τα θηρία προσφέρει μια αξέχαστη ηδονή.
Ο ήλιος δεν υπακούει σε κανένα αεράκι.
Σε νάρκωσε.
Ζαλισμένος νομίζεις ότι κάτι μπορείς να ορθοποδήσεις πάνω στο μυαλό σου που το αισθάνεσαι τόσο ψηλά, σα να σου έχει φύγει.
Άδειος από συναισθήματα εκτός από ένα.
Αυτό που προκαλούν τα λόγια σου.
Οργή, γιατί χωρίς να το επιλέγεις ξέρεις και παίζεις την αρχαία τραγωδία.
Τι τραγική ειρωνεία! Και συ να ταυτίζεσαι με τον ήρωα.
Άγνωστοι άνθρωποι σε ξένους τόπους προσπαθούν να επιβιώσουν κοιτάζοντας να ξεκάνουν με όποιο τρόπο το ωραίο.
Οι φωνές και τα τραγούδια σε αγγίζουν απότομα μα προσπαθείς να ξεφύγεις.
Ο κόσμος φωνάζει και διαλαλεί συνθήματα για το κόσμο.
Ο κόσμος προτρέπει τον κόσμο να φωνάξει.
Τα σίδερα είναι πιο δυνατά από τα χέρια αλλά η ελευθερία πιο δυνατή από τα σίδερα.
Ο κόσμος έχει τελειώσει.
Γύρνα σπίτι σου τι ήρθες να κάνεις εδώ;
Ο ηθικός κοιμήθηκε τη ζωή του.
Βλέπει ένα όνειρο που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους.
Μην κοιτάς πίσω.
Φωνές.
Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά.
Τα γεγονότα περνάνε το ένα μετά το άλλο σε μια γιορτινή παρέλαση.
Το κέρδος μεγάλο, το φαγητό κρύο.
Τα βιβλία σε φωνάζουν σαν κάτι να ζητάνε.
Το τέλος των θυμάτων του πολέμου είναι πολύ αργά.
Η πόρτα χτύπησε το χέρι του επισκέπτη και σκέφτηκες χτύπησε η πόρτα.
Ποιος θα ανοίξει;
Δεν υπάρχει κανείς.
Το μυαλό σου αργά-αργά γυρίζει σ' ένα κόσμο σαν τ' άστρα και το φεγγάρι μαζί μα ο ήλιος σου αργεί να ξημερώσει.
Η ώρα πήγε να συννεφιάσει.
Τα μωρά ουρλιάζουν και οι μάνες πνιγμένες στην υστερία κάνουν θυσίες γι΄ αυτά.
Ειρωνεία.
Υστερία.
Η τηλεόραση που την ταΐζεις σε απασχολεί αρκετά.
Στιγμές αγωνίας ζει ο κόσμος.
Όλα τελείωσαν.
Έξω.
Λατρεύεις τα γλυκά της μάτια αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
Αυτή υπνωτισμένη με το λάθος προσανατολισμό, πέφτει σαν πεταλούδα πάνω στο φως και συ που κοιτάς απ' το σκοτάδι απλά χαζεύεις.
Όλα είναι μπερδεμένα.
Παίζεται ένα παιχνίδι συνέχεια, άγριο, θολό, χωρίς κανόνες, με θύματα παίκτες.
Δυσκαμψία υπάρχει στους ελιγμούς ανάμεσα στις καταστάσεις.
Σαν τα δελφίνια στο δικό τους Ζάλογγο.
Βλέπουν το τέλος και τρέχουν σ' αυτό.
Πανικός.
Η παραλία είναι το τέλος.
Πόσοι άνθρωποι.
Ο θάνατος βολτάρει με το ένα πόδι στο νερό και το άλλο στην άμμο.
Και μια ερώτηση μένει αναπάντητη διαρκώς.
Μα όλα αυτά είναι αληθινά.
Τέλεια λογική, κόσμος χωρίς σύνορα.
Λουλούδια παντού.
Επτά.
Πρόσωπο.
Σύμβολα.
Γόρδιος δεσμός.
Ο κόσμος δεν τελειώνει.
Μα υπάρχει και κάτι απλό.
Πήγαινε στην παραλία, άκου το κύμα, κοίταζε τ' αστέρια και περίμενε να σε βρει η απάντηση.
Περίμενε μέχρι το τέλος σου.
Ένας που ξέρω, ψάχνει τις απαντήσεις στο πόνο της μοναξιάς.
Κι ο δίσκος του γυρίζει και παίζει...
until the end...
...until the end.
Η παράσταση όμως πρέπει να συνεχιστεί...
από τη συλλογή
"Αγάλματα θερινής νυκτός"
με τίτλο "μέχρι τέλους"
Λουλούδια οι πράξεις που ανθίζουν
κι αρώματα που πλημμυρίζουν τις σκιές
είναι εκείνη η ανάγλυφη μορφή σου,
που δείχνει μέσα σου πως καις.
Σε γνωρίζω, είπα χωρίς φωνή κι ο χρόνος έτρεξε ατάκα μπρος και πίσω σα να ταν ραπτομηχανή που ράβει τη σάρκα μου.
Σταθερή παραμένεις μπροστά μου παρόλο που το τρεμοπαίξιμο του χρόνου κάνει τα πάντα πάνω σε τούτη τη βαρύτητα να αλλάζουν με την ταχύτητα του φωτός.
Το κρουστικό κύμα δυνατό, τρομακτικά και στιγμιαία με σπρώχνει και εγώ κρατιέμαι καρφώνοντας το βλέμμα μου στην ήρεμη ομορφιά του πλάσματος σου.
Αυτή η ύλη, πόσο μας προσβάλει και επιβάλει, τα πνεύματα να ενωθούν δια αυτής και των συναισθημάτων στην Ενέργεια που Ρέει ως το Ωμέγα, Σήμα της ύπαρξης.
Δυο μισοί ψευδοπροφήτες που αν τους προσθέσει δια της ισχυρής δυνάμεως με σύζευξη τριγώνου κανείς, θα πουν τον Α-λήθη κόσμο που περιμένει κάποιος να φτάσει σ' αυτόν.
Και ιδού η Αποκάλυψη,
ως εικόνα παραμένει κρυμμένη
πίσω απ' την ύλη σε δώμα μυστικό
μα μόνο με σωστή πυξίδα
θα 'βρεις το δρόμο το σωστό.
Θάθακα το κέρδος συλλογίσου,
το μόνο που γνωρίζεις να πονάς.
Λύσ' τα και δέσ' τα είσαι,
στα μέτρα σου όλα
τα περνάς.
Pro-κρούστης δήμιος,
της παραμύθας εραστής,
αν του συμφέροντός σου
το θέλω περιγράφει,
Pro-λόγο σαν κεραμίδα
μας πετάς.
Την Pro-τομή σου
νύχτα τη γυαλίζεις,
με στάχτη απ' του κοσμάκη
τις ψυχές.
Στης δόξας σου
τη μαύρη τη σελίδα
ζωγραφίζεις,
τα ίδια τα παιδιά σου
τώρα καις.
Με του λεκέ το χρώμα τριγυρίζεις,
με του ασβού τη μυρωδιά μας ευνουχίζεις,
και δάφνες στο κεφάλι σου γυρνάς.
Ήμαρτον τι είναι δε γνωρίζεις
φέσι σα βαρελότο μας φοράς.
Στης ασυλίας σου το αιδοίο
να ασελγήσω;
Και να σου κόψω
τη χαρά σου μονομιάς;
Θα σε “καρφώσω” με την πένα
στο λαρύγγι,
μολότοφ από μένα δε θα φας.
Δε θα σου κάνω εγώ αυτή τη χάρη
και σαν το θύμα να ξεπλένεις τη βρωμιά.
Δίπλα σου κι ο άγιος σατανίζει,
τα κόκαλα τους τρίζουν σαν περνάς.
Κι όλο μας λες πως ψιχαλίζει,
με όλο το σάλιο που τραβάς.
Χτενίσου ρε, κινούμενο σχέδιο!
Σε παίρνουν οι κάμερες...
Ήθελα να 'ρθω να σε βρω
κάτω απ' τ' ολόγιομο φεγγάρι
πλάι σου πάλι να σταθώ
κι ας μη μου κάνεις πια τη χάρη.
Ήταν το σώμα σου θαρρώ
γιορτή μεσ' του μυαλού τη ζάλη
κι είναι ο κόσμος πιο μικρός
κι απ' της καρφίτσας το κεφάλι.
Και τα φιλιά σου απρόσμενα
ζεστά και παθιασμένα
που αποκάναν την καρδιά
πέφτοντας μανιασμένα.
Τα μάτια λίγο να 'κλεινα
και λίγο πριν να σβήσω
τη θέα σου ν' αντάμωνα
στα βλέφαρα από πίσω.
Τώρα που την εικόνα σου
την έφερα μπροστά μου
ξανάγινε το όνειρο
φουρτούνα στην καρδιά μου.
Τι ήθελα και πέρασα
απ' τη δουλειά σου απ' έξω
και πυροτέχνημα ο έρωτας
με χτύπησε μια κι έξω.
Μα τι χαζός και τι τρελός
που πίστεψα σε σένα
πως βρήκα την αγάπη μου
πως θ' απογίνουμ' ένα.
Σαν μαντινάδα ακούγονται
τα λόγια αυτά στο τώρα
στο ύστερα και το μετά
ο πόνος παίρνει φόρα.
Όπου κι αν πας κι όπου σταθείς
θες να με δεις μπροστά σου
να σε κοιτώ κατάματα
δώσ' μου τον έρωτα σου.
Μεταμορφώνομαι,
γίνομαι άγριο πουλί
με τρομακτικά μεγάλα φτερά
ή κάτι ακίνητο
ή κάτι αμίλητο,
ακλόνητος, απείραχτος στο χρόνο.
Μια ογκώδης ακινησία.
Μεταμορφώνομαι.
Ροπή αδρανείας που λιγοστεύει,
γίνομαι μια γάτα
που με σκυφτό το κεφάλι
και έκτη αίσθηση στο φουλ
παραμονεύει.
Ή κάτι απίθανο!
Υπάρχω, δεν υπάρχω.
Είμαι εδώ,
τα βλέπω όλα μα λείπω.
Αδειάζω, γεμίζω, αισθάνομαι,
όλος δικός μου είμαι.
Και στο στρατόπεδο του Καίσαρα
κανένας δε μιλάει.
Το στρατόπεδο του Καίσαρα
σιωπή το πλάκωσε.
Κι εγώ αδειάζω, γεμίζω.
Μεταμορφώνομαι μα δε μιλάω,
σωπαίνω.
Στο στρατόπεδο του Καίσαρα
έξω απ’ τη σκηνή του
το δόρυ μου, όρθιο κρατάω.
Σκοπιά φυλάω και δε μιλάω.
Μεταμορφώνομαι.
Μετεμψυχώνομαι.
από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "μεταμορφώνομαι"