Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

ο επί τέλους λόγος

Τη μήτρα που με γέννησε και
την αγάπη για το Θείο μου έδωσε,
το σπόρο για τις πίκρες 
τις λύπες τις χαρές,
τις δυσκολίες,
τα βάσανα
που μ' έκαναν
τη σφαίρα του αθάνατου
ν' αγγίξω.

Τους μαθητές,
γυναίκες και άνδρες
εξ αίματος και εξ αγχιστείας
που τόσο πολύ αγάπησα.

Τους αλλόφρονες αυτούς
που σαν το κτήμα
με δούλεψαν
όπου τους βόλευε.
Τους συνωμότες,
τους προδότες
για τις πράξεις τους.
Αυτούς που με το στανιό
καβάλα με πηγαίναν
όπως το Διγενή ο Χάρος
στ' αλόγου τα καπούλια.

Τους με ανιδιοτέλεια
συντρόφους,
τις γυναίκες που με αρνήθηκαν
μα πιο πολύ αυτές
που όταν τον έρωτα τους
ζήτησα,
τον έδωσαν άνευ υστεροβουλίας
και παιδέματος.

Εκείνους που αδιαφόρησαν,
αυτούς που προσπάθησαν
να με στείλουν αδιάβαστο
κάποιες φορές.
Τους εχθρούς.
Τους δήθεν φίλους.

Μα πιο πολύ
αυτόν που κάποιοι δεν τον 
αποκαλούν με το όνομα του,
κι άλλοι τον λένε Νουξ,
άλλοι Μέγα Αρχιτέκτονα,
Ιησού Χριστό
ή όπως και να 'ναι.
Πιο πολύ γιατί
με σημάδεψε,
να μη με χάνει μεσ' το πλήθος 
και τη μοναδικότητα μου χάρισε.
Τον εσταυρωμένο που
μου τρεμόπαιξε τα μάτια
και με κοίταξε
τότε που δάκρυζε.

Τους ευχαριστώ
τώρα που η λύτρωση
μ' επέστρεψε
στους δασκάλους μου.


αυτοδικαίως εντάσσεται στη συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "ο επί τέλους λόγος"

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

μέχρι τέλους

Η ώρα έφτασε και ο χρόνος της αναμονής τελείωσε.
Η αγωνία ξεπερνιέται με δυσκολία από το ειρωνικό γέλιο που ζωγραφίζεται στα πρόσωπα.
Η ειρωνία εκδηλώνεται μέσα από αστεία που προσπαθούν να καθησυχάσουν τα θύματα.
Ο δροσερός αέρας προμηνύει μια δύσκολη μέρα και προσπαθώντας κι αυτός να ησυχάσει τα θηρία προσφέρει μια αξέχαστη ηδονή. 
Ο ήλιος δεν υπακούει σε κανένα αεράκι.
Σε νάρκωσε.
Ζαλισμένος νομίζεις ότι κάτι μπορείς να ορθοποδήσεις πάνω στο μυαλό σου που το αισθάνεσαι τόσο ψηλά, σα να σου έχει φύγει. 
Άδειος από συναισθήματα εκτός από ένα.
Αυτό που προκαλούν τα λόγια σου.
Οργή, γιατί χωρίς να το επιλέγεις ξέρεις και παίζεις την αρχαία τραγωδία.
Τι τραγική ειρωνεία! Και συ να ταυτίζεσαι με τον ήρωα. 
Άγνωστοι άνθρωποι σε ξένους τόπους προσπαθούν να επιβιώσουν κοιτάζοντας να ξεκάνουν με όποιο τρόπο το ωραίο.
Οι φωνές και τα τραγούδια σε αγγίζουν απότομα μα προσπαθείς να ξεφύγεις.
Ο κόσμος φωνάζει και διαλαλεί συνθήματα για το κόσμο.
Ο κόσμος προτρέπει τον κόσμο να φωνάξει.
Τα σίδερα είναι πιο δυνατά από τα χέρια αλλά η ελευθερία πιο δυνατή από τα σίδερα.
Ο κόσμος έχει τελειώσει.
Γύρνα σπίτι σου τι ήρθες να κάνεις εδώ;
Ο ηθικός κοιμήθηκε τη ζωή του.
Βλέπει ένα όνειρο που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους.
Μην κοιτάς πίσω.
Φωνές.
Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά.
Τα γεγονότα περνάνε το ένα μετά το άλλο σε μια γιορτινή παρέλαση.

Το κέρδος μεγάλο, το φαγητό κρύο.
Τα βιβλία σε φωνάζουν σαν κάτι να ζητάνε.
Το τέλος των θυμάτων του πολέμου είναι πολύ αργά.
Η πόρτα χτύπησε το χέρι του επισκέπτη και σκέφτηκες χτύπησε η πόρτα.

Ποιος θα ανοίξει; 
Δεν υπάρχει κανείς.
Το μυαλό σου αργά-αργά γυρίζει σ' ένα κόσμο σαν τ' άστρα και το φεγγάρι μαζί μα ο ήλιος σου αργεί να ξημερώσει.
Η ώρα πήγε να συννεφιάσει.
Τα μωρά ουρλιάζουν και οι μάνες πνιγμένες στην υστερία κάνουν θυσίες γι΄ αυτά.
Ειρωνεία. 
Υστερία.
Η τηλεόραση που την ταΐζεις σε απασχολεί αρκετά. 
Στιγμές αγωνίας ζει ο κόσμος.
Όλα τελείωσαν.
Έξω.
Λατρεύεις τα γλυκά της μάτια αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
Αυτή υπνωτισμένη με το λάθος προσανατολισμό, πέφτει σαν πεταλούδα πάνω στο φως και συ που κοιτάς απ' το σκοτάδι απλά χαζεύεις.
Όλα είναι μπερδεμένα.
Παίζεται ένα παιχνίδι συνέχεια, άγριο, θολό, χωρίς κανόνες, με θύματα παίκτες. 
Δυσκαμψία υπάρχει στους ελιγμούς ανάμεσα στις καταστάσεις.
Σαν τα δελφίνια στο δικό τους Ζάλογγο. 
Βλέπουν το τέλος και τρέχουν σ' αυτό.
Πανικός.
Η παραλία είναι το τέλος.
Πόσοι άνθρωποι.
Ο θάνατος βολτάρει με το ένα πόδι στο νερό και το άλλο στην άμμο.
Και μια ερώτηση μένει αναπάντητη διαρκώς.
Μα όλα αυτά είναι αληθινά.
Τέλεια λογική, κόσμος χωρίς σύνορα.
Λουλούδια παντού. 
Επτά.
Πρόσωπο.
Σύμβολα.
Γόρδιος δεσμός.
Ο κόσμος δεν τελειώνει.
Μα υπάρχει και κάτι απλό. 

Πήγαινε στην παραλία, άκου το κύμα, κοίταζε τ' αστέρια και περίμενε να σε βρει η απάντηση.

Περίμενε μέχρι το τέλος σου.
Ένας που ξέρω, ψάχνει τις απαντήσεις στο πόνο της μοναξιάς.
Κι ο δίσκος του γυρίζει και παίζει...

until the end...

...until the end.

Η παράσταση όμως πρέπει να συνεχιστεί...

από τη συλλογή
"Αγάλματα θερινής νυκτός"
με τίτλο "μέχρι τέλους"

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

η πυξίδα

Λουλούδια οι πράξεις που ανθίζουν
κι αρώματα που πλημμυρίζουν τις σκιές
είναι εκείνη η ανάγλυφη μορφή σου,
που δείχνει μέσα σου πως καις.

Σε γνωρίζω, είπα χωρίς φωνή κι ο χρόνος έτρεξε ατάκα μπρος και πίσω σα να ταν ραπτομηχανή που ράβει τη σάρκα μου.

Σταθερή παραμένεις μπροστά μου παρόλο που το τρεμοπαίξιμο του χρόνου κάνει τα πάντα πάνω σε τούτη τη βαρύτητα να αλλάζουν με την ταχύτητα του φωτός.  

Το κρουστικό κύμα δυνατό, τρομακτικά και στιγμιαία με σπρώχνει και εγώ κρατιέμαι καρφώνοντας το βλέμμα μου στην ήρεμη ομορφιά του πλάσματος σου.  

Αυτή η ύλη, πόσο μας προσβάλει και επιβάλει, τα πνεύματα να ενωθούν δια αυτής και των συναισθημάτων στην Ενέργεια που Ρέει ως το Ωμέγα, Σήμα της ύπαρξης.

Δυο μισοί ψευδοπροφήτες που αν τους προσθέσει δια της ισχυρής δυνάμεως με σύζευξη τριγώνου κανείς, θα πουν τον Α-λήθη κόσμο που περιμένει κάποιος να φτάσει σ' αυτόν.  

Και ιδού η Αποκάλυψη,
ως εικόνα παραμένει κρυμμένη
πίσω απ' την ύλη σε δώμα μυστικό
μα μόνο με σωστή πυξίδα
θα 'βρεις το δρόμο το σωστό.


από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "η πυξίδα"

Θάθαξ ο Pro-λογιστής

Θάθακα το κέρδος συλλογίσου,
το μόνο που γνωρίζεις να πονάς.
Λύσ' τα και δέσ' τα είσαι,
στα μέτρα σου όλα
τα περνάς.

Pro-κρούστης δήμιος,
της παραμύθας εραστής,
αν του συμφέροντός σου
το θέλω περιγράφει,
Pro-λόγο σαν κεραμίδα
μας πετάς.

Την Pro-τομή σου
νύχτα τη γυαλίζεις,
με στάχτη απ' του κοσμάκη
τις ψυχές.
Στης δόξας σου
τη μαύρη τη σελίδα
ζωγραφίζεις,
τα ίδια τα παιδιά σου
τώρα καις.

Με του λεκέ το χρώμα τριγυρίζεις,
με του ασβού τη μυρωδιά μας ευνουχίζεις,
και δάφνες στο κεφάλι σου γυρνάς.
Ήμαρτον τι είναι δε γνωρίζεις
φέσι σα βαρελότο μας φοράς.

Στης ασυλίας σου το αιδοίο
να ασελγήσω;
Και να σου κόψω
τη χαρά σου μονομιάς;

Θα σε “καρφώσω” με την πένα
στο λαρύγγι,

μολότοφ από μένα δε θα φας.
Δε θα σου κάνω εγώ αυτή τη χάρη
και σαν το θύμα να ξεπλένεις τη βρωμιά.

Δίπλα σου κι ο άγιος σατανίζει,
τα κόκαλα τους τρίζουν σαν περνάς.
Κι όλο μας λες πως ψιχαλίζει,
με όλο το σάλιο που τραβάς.

Χτενίσου ρε, κινούμενο σχέδιο!
Σε παίρνουν οι κάμερες...

από τη συλλογή
"Αγάλματα θερινής νυκτός"
με τίτλο "Θάθαξ ο Pro-λογιστής"

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

η μαντινάδα της κυρίας

Ήθελα να 'ρθω να σε βρω
κάτω απ' τ' ολόγιομο φεγγάρι
πλάι σου πάλι να σταθώ
κι ας μη μου κάνεις πια τη χάρη.

Ήταν το σώμα σου θαρρώ
γιορτή μεσ' του μυαλού τη ζάλη
κι είναι ο κόσμος πιο μικρός
κι απ' της καρφίτσας το κεφάλι.

Και τα φιλιά σου απρόσμενα
ζεστά και παθιασμένα
που αποκάναν την καρδιά
πέφτοντας μανιασμένα.

Τα μάτια λίγο να 'κλεινα
και λίγο πριν να σβήσω
τη θέα σου ν' αντάμωνα
στα βλέφαρα από πίσω.

Τώρα που την εικόνα σου
την έφερα μπροστά μου
ξανάγινε το όνειρο
φουρτούνα στην καρδιά μου.

Τι ήθελα και πέρασα
απ' τη δουλειά σου απ' έξω
και πυροτέχνημα ο έρωτας
με χτύπησε μια κι έξω.

Μα τι χαζός και τι τρελός
που πίστεψα σε σένα
πως βρήκα την αγάπη μου
πως θ' απογίνουμ' ένα.

Σαν μαντινάδα ακούγονται
τα λόγια αυτά στο τώρα
στο ύστερα και το μετά
ο πόνος παίρνει φόρα.

Όπου κι αν πας κι όπου σταθείς
θες να με δεις μπροστά σου
να σε κοιτώ κατάματα
δώσ' μου τον έρωτα σου.


Το παραπάνω εγκαινιάζει τη συλλογή
"Αγάλματα θερινής νυκτός"
με τίτλο "η μαντινάδα της κυρίας"

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

ματαιοτήτων κώδιξ

Κάθε Νηδύς Ωθείν τα ΚΑΠΠΑ
-το Λάλο των καταφερομένων κτυπημάτων της-
άλλα στο ΜΥ άλλα στο ΜΕ
μη με κοιτάς και προσπαθείς
από τις ΚΟ σου θα εισαχθώ
και από τα ΤΑΥ θα εξέλθω.

Αυτά που δεν ενώνονται
μη προσπαθείς να νιώσεις
του ΗΤΤΑ και ΜΙ
του κόσμου σου
τα όντα να βιώσεις
ΜΕ στο αδιάστατο
χοροπηδάν και τρίζουν
Δυνάμεις και Α-λογά πολλά
το τίποτα διασχίζουν

Μια ματαιότητα πράττοντας
χωρίς καν να το νιώσεις
τους Α-ρυθμούς Χαρά Μισές
Με τι να τους Προς Δώσεις.

Α συνδετός, Α προσιτός
Ματαιοτήτων Κώδιξ
με ΕΨΙΛΟΝ και ΓΑΜΜΑ
του Ο-μεγός Ω κλάμα!

από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "ματαιοτήτων κώδιξ"

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

στο φεγγαρόφωτο

Ήταν απόγευμα.
Μια μικρή φλογέρα
στο ένα χέρι κρατούσα,
εσύ ήσουνα απούσα.
Διέσχιζα τον άνεμο
χρώματα πεταμένα παντού,
συνάντησα μια Μούσα.
Κλεμμένες ρόγες
από σταφύλι γι' αντάλλαγμα,
μια μικρή φλογέρα
στο ένα χέρι.
Απλές μουσικές κρυστάλλινες φωνές.

Γονατιστός καθώς στεκόμουν
μια ημίθεα αγαπούσα.
Δεν προέτρεχα.
Κλεισμένοι στην αλμύρα
δεχτήκαμε ένα δώρο
που μας έφερε ο Προμηθέας.
Η μέρα τελείωσε έτσι, για μας.

Κρυφή ανάμνηση τώρα,
επίπεδη, σ' εν' άδειο πορτοφόλι
τι ζητάν απ' τον Παράδεισο
επιτέλους οι διαβόλοι;

Μια πενιχρή αμοιβή τα όβολα,
σκιές, αγάλματα της κίνησης,
γλύπτης ενός παραβολικού Οδυσσέα
και μιας υπερβολικής πρότασης.
Παροπλισμένοι, οξειδωμένοι ακόλαστοι,
μυστικοί ήρωες ενός απογεύματος
κοντά σε μια θάλασσα.

Σκεπασμένοι, ακούραστοι
να ερωτευόμαστε σκιές
απ' το φεγγαρόφωτο
σ' ένα άγνωστο μέρος.

από την συλλογή
"Πληγωμένοι εραστές"
με τίτλο "στο φεγγαρόφωτο"

λέξεις...

Ύπαρξη.
Φτωχή ανυπάκουη μυστήρια,
μυστήρια μορφή.

Τρόποι.
Ανελέητο χτύπημα το πάθος,
πάθος για ζωή.

Υποκλίνομαι.
Μυστήριοι δρόμοι.
Οδήγησε με.

Σ' αγαπώ,
μα δε σε ξέρω.
Ή ταν ή επί τας.

Με περιεργάζονται.
Τεχνολογικό επίτευγμα,
λάθος τεράστιο,
μυαλό τετράγωνο.
Ποιος είναι;
φώναξε του,
διωξ' τον.

Δεν σε θέλω.
Σ' αγαπώ μα δε σε ξέρω.
Σκέπασε τα μάτια με το βέλο,
χαμήλωσε τα, γύρνα και φύγε,
δεν σε ξέρω.
Κάποτε πλάγιαζα μ' ένα κρεβάτι,
τώρα δεν ξέρω,
ίσως δεν θέλω.
Γυρνάω στους δρόμους.

Τρόπους.
Φτωχή μου γλυκιά μου κοπέλα,
σήμερα σου πήρα μια ομπρέλα,
γένους θηλυκού.
Με τρόμαξες, έφυγα.
Πήγα και τάισα τα περιστέρια.
Λουλούδια με μέλισσες
που τσιμπάνε στο βάζο.

Στο τέλος ο τρόμος.
Κήποι με τριαντάφυλλα.

Αφορμή.
Τρόποι.
Μια ήσυχη ζωή ανησυχίες
και τρόμαξα όταν οι άλλοι
άρχισαν να ρωτάνε
και χάιδευα τις φοράδες.
Σταματήστε τον!!!

από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "λέξεις..."

τυχαία, μυστικά

Μια τυχαία συνάντηση.
Μυστικές υποθέσεις.

Εξοστρακίζει
την οργή
για τα νερά του Ποσειδώνα.
Η λίμνη θόλωσε τα νερά της,
τυλίγει τη ντροπή
σε μεταξένια τούλια.

Ισορροπώντας στο τελευταίο το κρασί
πλημμύρισε κρυστάλλινο νερό.
Στεκότανε, κρεμότανε
απ' της αυγής το δόρυ,
καρτερούσε να φανούν
τ' Αυγούστου τα λιοπύρια,
μέχρι το χείλος έφτασε
του Νείλου η πλημμύρα.
Θαρρώ ο Ορφέας
εδώ και καιρό
σταμάτησε να παίζει πια τη λύρα.

από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "τυχαία, μυστικά"

ανάρμοστη απελπισία

Ενός μαύρου ουρανού
ένα κομμάτι άσπρο πανί
κρατάει μια αστραπιαία συνήθεια.
Κάτω από το πρίσμα της άνοιξης
χρωματιστή από άρωμα νύχτα.
Αγγίζω τα όρια της σιωπής.
Μια χρονικά ανάρμοστη απελπισία,
μια χούφτα σκόνη,
στον άνεμο προβολή.

Βλέμματα πίσω από τις πόρτες
γυάλινα σκεπάσματα
μιας άγνωστης χλωμής υπόθεσης.

Ένα κέρμα στη ξύλινη στοά.
Διακεκομμένα, συμμετρικά, αέρινα,
γυαλιστερά πλάσματα.
Μια τεχνητή παράταση
άστοχης προσαρμογής
στην ξύλινη καρέκλα.

από την συλλογή
"Ερωδιοί του θανάτου"
με τίτλο "ανάρμοστη απελπισία"

άυλο όνειρο αυτοκόλλητο

Κοιτάζω από το παράθυρο,
ζαλισμένος, σηκώθηκα και περπάτησα,
άνοιξα ένα βιβλίο,
τεντώθηκα σαν τη γάτα,
αποκοιμήθηκα...

Τελείωσε το πρόγραμμα της τηλεόρασης.
Βγήκα έξω.
Οι ώρες περνούν πολύ γρήγορα,
στο τέλος της πόλης νέκρα.
Η αυγή με πλησίασε,
έδεσα τα κορδόνια μου και ένοιωσα άδειος,
έδωσα το μαντήλι μου και έμεινα μόνος,
πιο κάτω έγινε ένα φόνος
και βασιλεύει ο φθόνος.

Γύρισα πίσω.
Σήκωσα ένα ρούχο μου από το πάτωμα,
δεν ήταν μεταξωτό.

Περιμένοντας ένα ανοιχτόχρωμο ήλιο,
μια ανοιχτόχρωμη στρόγγυλη θάλασσα
με μια κόκκινη βάρκα.

Προσπερνώντας το σμήνος με τις μέλισσες
θυμήθηκα πως να με κοιτάξεις δεν θέλησες.

Γύρισα πίσω.
Έβαλα το κλειδί στην πόρτα
μα δεν την έκανα να σωπάσει.
Έκανα μια σπονδή.
Ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι περίμενε.
Το φλάουτο τραγουδούσε.

Ψάχνω ένα ξανθό ήλιο,
μια γαλανή στρόγγυλη θάλασσα
με μια κόκκινη βάρκα.
Σ' αγγίζω ξανά.

Άυλος γύρισα πίσω.
Ανέβηκα ένα δυνατό άλογο,
κρατώντας το με τα δυο μου χέρια.
Ο αέρας μάλλον σταμάτησε.

Βλέπω ένα χρυσό αστραφτερό ήλιο
μια διαμαντένια λαμπερή θάλασσα
με μια κόκκινη βάρκα
σ' ένα γυαλιστερό αυτοκόλλητο
και γύρισα πίσω.


από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "άυλο όνειρο αυτοκόλλητο"

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

αφηρημένα

Επιλεκτικά προσποιούμαι
κινούμαι αδιάφορα ασύστολα
απαρχαιώνοντας οτιδήποτε.

Επιπληκτικά απευθύνομαι
ανέκφραστα σε προσέχω.
Αποσυγχρονισμός.

Ο χρόνος που τρέχει.
Αργά.

Stop.
Replay.

Πιο αργά.
Αφηρημένα.

Ίσως…

…αργότερα.

από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "αφηρημένα"

μεταμορφώνομαι

Μεταμορφώνομαι,
γίνομαι άγριο πουλί
με τρομακτικά μεγάλα φτερά
ή κάτι ακίνητο
ή κάτι αμίλητο,

ακλόνητος, απείραχτος στο χρόνο.
Μια ογκώδης ακινησία.

Μεταμορφώνομαι.
Ροπή αδρανείας που λιγοστεύει,
γίνομαι μια γάτα
που με σκυφτό το κεφάλι
και έκτη αίσθηση στο φουλ
παραμονεύει.
Ή κάτι απίθανο!

Υπάρχω, δεν υπάρχω.
Είμαι εδώ,
τα βλέπω όλα μα λείπω.
Αδειάζω, γεμίζω, αισθάνομαι,
όλος δικός μου είμαι.

Και στο στρατόπεδο του Καίσαρα
κανένας δε μιλάει.
Το στρατόπεδο του Καίσαρα
σιωπή το πλάκωσε.
Κι εγώ αδειάζω, γεμίζω.

Μεταμορφώνομαι μα δε μιλάω,
σωπαίνω.

Στο στρατόπεδο του Καίσαρα
έξω απ’ τη σκηνή του
το δόρυ μου, όρθιο κρατάω.
Σκοπιά φυλάω και δε μιλάω.
Μεταμορφώνομαι.
Μετεμψυχώνομαι.


από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "μεταμορφώνομαι"