Ο τεχνολογικός ορθολογισμός, όπως τον βιώνουμε στον 21ο αιώνα, δεν ξεπήδησε ξαφνικά σαν άγρια βλάστηση· είναι καρπός ενός παλιού δέντρου, του ορθολογισμού, που ρίζωσε στον Διαφωτισμό και ωρίμασε στους αιώνες που ακολούθησαν. Ο καρπός αυτός όμως, μέσα από υπεραναπτύξεις και μεταλλάξεις, μετατράπηκε σε κάτι βαθιά διαφορετικό: ένα σύστημα σκέψης που δεν αναζητά πια την αλήθεια, αλλά τη χρησιμότητα· που δεν εξετάζει το είναι, αλλά το πώς να το ελέγξει.
Ο κλασικός ορθολογισμός, όπως εκφράστηκε από τον Καρτέσιο, τον Σπινόζα, ή τον Λάιμπνιτς, γεννήθηκε από μια βαθιά ανάγκη να κατανοηθεί το σύμπαν με διαύγεια και λογική συνοχή. Δεν υπήρξε εχθρός της πνευματικότητας· πολλές φορές υπήρξε υπηρέτης της. Ο Καρτέσιος διακήρυττε "Cogito, ergo sum" — σκέφτομαι, άρα υπάρχω — προσπαθώντας να εδραιώσει την ύπαρξη πάνω στη βεβαιότητα της σκέψης. Επιδίωξε να βρει μια καθολική αλήθεια μέσω της λογικής. Μα με την πάροδο των αιώνων και την άνοδο της επιστήμης, αυτή η λογική καθαρότητα στράφηκε προς την εργαλειοποίηση της γνώσης. Η αλήθεια δεν είχε πλέον αξία εάν δεν μπορούσε να μετρηθεί, να προβλεφθεί, να επαναληφθεί.
Η στροφή αυτή έγινε φανερή τον 19ο αιώνα με την ανάπτυξη του θετικισμού του Auguste Comte, που επέβαλε την κυριαρχία των "θετικών επιστημών" και απέρριψε κάθε μορφή μεταφυσικής. Εδώ φυτεύεται ο σπόρος του υπερασιοναλισμού: μια υπερβολική πίστη στη δύναμη της ανθρώπινης λογικής, που απορρίπτει οτιδήποτε δεν εμπίπτει στη μέτρηση, στην απόδειξη, στην υπολογιστική αναπαράσταση. Ο Wittgenstein στην αρχή της φιλοσοφικής του πορείας έγραφε: "Περί αυτών για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε, πρέπει να σωπαίνουμε" (Tractatus Logico-Philosophicus, 7) — και παρότι αργότερα άλλαξε θέση, η ρήση του εκφράζει το όριο της γλώσσας και της λογικής έναντι του άρρητου.
Ο υπερασιοναλισμός εκτόπισε το μυστήριο, το άρρητο, την εμπειρία που δεν περιγράφεται. Και πάνω σε αυτό το θεμέλιο, υψώθηκε ο τεχνολογικός ορθολογισμός: η πιο πρακτική, πιο υπολογιστική, πιο ψυχρή του μορφή.
Το ιστορικό παράδειγμα του Manhattan Project, του προγράμματος που παρήγαγε την ατομική βόμβα, είναι αποκαλυπτικό. Η τεχνολογία έφτασε στο απόγειό της, η φυσική κατέκτησε την ύλη, αλλά το ερώτημα του "αν πρέπει" παραμερίστηκε μπροστά στο "αν μπορούμε". Ο J. Robert Oppenheimer, βλέποντας τη δοκιμή της βόμβας στο Νέο Μεξικό, ανακάλεσε τα λόγια του Κρίσνα από τη Μπαγκαβάτ Γκιτά: "Now I am become Death, the destroyer of worlds."
Αυτός ο τεχνολογικός ορθολογισμός παρουσιάζεται σαν φως· αλλά είναι φως εργαστηρίου, όχι αυγής. Φωτίζει μόνο εκεί που του λένε να φωτίσει και αφήνει στο σκοτάδι ό,τι δεν εξυπηρετεί την απόδοση, την ταχύτητα, τον έλεγχο. Δεν γνωρίζει τι σημαίνει νόημα· γνωρίζει μόνο τι σημαίνει απόδοση. Η ερώτηση "γιατί υπάρχουμε" δεν έχει νόημα γι’ αυτό το σύστημα· έχει μόνο η ερώτηση "πώς θα γίνουμε πιο αποτελεσματικοί".
Ο Max Weber ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα είχε προειδοποιήσει για τον "σιδερένιο κλωβό" της ορθολογικότητας (stahlhartes Gehäuse), δηλαδή τη διαδικασία κατά την οποία ο κόσμος μετατρέπεται σε ένα ολοένα πιο απρόσωπο και απομαγεμένο σύστημα ελέγχου, όπου ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας γραφειοκρατικός αριθμός μέσα σε έναν μηχανισμό. Ο Weber δεν καταδίκασε την ορθολογικότητα αλλά την είδε ως μονοσήμαντο μονοπάτι που οδηγεί σε εσωτερική ατροφία.
Στην ίδια γραμμή, ο Martin Heidegger τόνισε πως η τεχνολογία δεν είναι απλώς εργαλεία· είναι ένας τρόπος του να είσαι. Όταν το Είναι λησμονείται και τα πάντα αντιμετωπίζονται ως "αποθέματα προς χρήση" (Bestand), τότε η πραγματικότητα μετατρέπεται σε αποθήκη αντικειμένων και ο άνθρωπος χάνει την πρόσβασή του στο βαθύτερο νόημα της ύπαρξης. "Die Frage nach der Technik" (1954) — "Η ερώτηση για την τεχνολογία" — δεν είναι τεχνική αλλά οντολογική.
Αντίστροφα, η Simone Weil υποστήριξε πως η αλήθεια δεν κατακτάται με τη βούληση ή την ισχύ, αλλά με την προσοχή — την απόλυτη σιωπηλή παρουσία απέναντι στο πραγματικό. Σε έναν κόσμο που εξαντλείται από την ταχύτητα και τη λειτουργικότητα, η σκέψη που σταματά, που κάθεται ταπεινά απέναντι στο Είναι, γίνεται ριζικά επαναστατική.
Ο άνθρωπος που ζει μέσα στο τεχνολογικό πλαίσιο γίνεται εργαλείο του εργαλείου του. Τα συναισθήματα, η πίστη, η τέχνη, η ποιητική σκέψη — όλα αποδυναμώνονται στο όνομα του "αντικειμενικού". Αλλά η αντικειμενικότητα αυτή είναι επιφανειακή· είναι μια λεπτή επιδερμίδα που καλύπτει μια βαθιά υπαρξιακή αμηχανία. Δεν ξέρουμε γιατί ζούμε, αλλά φροντίζουμε να το ξεχνάμε παράγοντας όλο και πιο έξυπνες μηχανές. Πιστεύουμε πως η απάντηση στο υπαρξιακό μας κενό είναι η τεχνολογική τελειότητα· πως η αλήθεια θα προκύψει μέσα από τα δεδομένα.
Αλλά η αλήθεια δεν ζει σε πίνακες μεταβλητών. Ζει στη σιωπή, στην αγάπη, στην αποτυχία, στο θάνατο — όλα όσα η τεχνολογία προσπαθεί να αγνοήσει ή να εξαλείψει. Το ψεύτικο φως του τεχνολογικού ορθολογισμού δεν είναι ψεύτικο επειδή δεν φωτίζει· είναι ψεύτικο επειδή τυφλώνει. Μας κάνει να ξεχνάμε πως δεν γεννηθήκαμε για να βελτιστοποιήσουμε τον κόσμο, αλλά για να τον κατανοήσουμε — και ίσως, απλώς, για να τον βιώσουμε.
Ίσως λοιπόν, το πιο ριζοσπαστικό βήμα σήμερα δεν είναι η καινοτομία, αλλά η παύση. Όχι η παραγωγή, αλλά η παρατήρηση. Να κοιτάξουμε το σκοτάδι κατάματα και να αναγνωρίσουμε πως μέσα του υπάρχει κάτι πιο ανθρώπινο από ό,τι μας υπόσχεται το τεχνητό φως του ορθολογισμού — όχι γιατί το σκοτάδι είναι καλύτερο από το φως καθεαυτό, αλλά γιατί εκεί δεν έχει ακόμη επιβληθεί η εργαλειακή λογική που απονεκρώνει το νόημα. Το αληθινό φως, το ανέσπερο, εκείνο που δεν προέρχεται από σύστημα αλλά από αποκάλυψη, δεν ανταγωνίζεται το σκοτάδι· το αγκαλιάζει και το φωτίζει εκ των έσω.
Το σκοτάδι εδώ δεν είναι το κακό, δεν είναι η άρνηση· είναι ο τόπος όπου το μυστήριο, το ανοίκειο, το ανέκφραστο παραμένει ζωντανό. Εκεί δεν λειτουργεί η μέτρηση, η βελτιστοποίηση, η ανάλυση. Εκεί επιβιώνει η προσευχή, η ποίηση, η σιωπηλή γνώση που δεν απαιτεί απόδειξη. Να κοιτάξουμε το σκοτάδι, λοιπόν, δεν σημαίνει να το δοξάσουμε· σημαίνει να το αποδεχθούμε ως μέρος του είναι, ως απαραίτητη όψη του ανθρώπινου.
Και μόνο εκεί μπορούμε να ανακαλύψουμε εκ νέου τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος· όχι μέσω κυκλωμάτων και κωδικών, αλλά μέσα από τη θαμπή φλόγα της ύπαρξης που δεν ζητά εξηγήσεις — μόνο μαρτυρία.
Βιβλιογραφία:
Descartes, R. (1641). Meditationes de prima philosophia.
Comte, A. (1854). Système de politique positive.
Wittgenstein, L. (1921). Tractatus Logico-Philosophicus.
Weber, M. (1905). Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus.
Heidegger, M. (1954). Die Frage nach der Technik.
Weil, S. (1952). Waiting for God.
Rhodes, R. (1986). The Making of the Atomic Bomb.
Bhagavad Gita (trans. Eknath Easwaran, 1985).
[Το άρθρο γράφτηκε με στόχο μια διεπιστημονική και υπαρξιακή προσέγγιση του τεχνολογικού φαινομένου στη σύγχρονη Δύση.]