Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Η Πλησμονή του Ακατάληπτου

Εμπνευσμένο από:
𝗦𝗼𝗻𝗴 𝗼𝗳 𝗦𝗼𝗹𝗼𝗺𝗼𝗻 / 𝗦𝗼𝗻𝗴 𝗼𝗳 𝘀𝗼𝗻𝗴𝘀

Ζήτησα εκείνον που αγαπά η ψυχή μου·
τον αναζήτησα, μα δεν τον βρήκα.
Θα σηκωθώ τώρα και θα γυρίσω στην πόλη,
στις αγορές και στους δρόμους,
μα δεν τον βρήκα.
Ο χειμώνας πέρασε,
η βροχή έφυγε και χάθηκε.
Ζήτησα εκείνον που αγαπά η ψυχή μου,
τον αναζήτησα αλλά δεν τον βρήκα.
Θα περιπλανηθώ στην πόλη,
στις αγορές και στους δρόμους,
μα δεν τον βρήκα.

Το σύμπαν είναι τόσο απείρως γενναιόδωρο σε τάξη, ομορφιά και δυνατότητα, που το αληθινό νόημα διαφεύγει πάντα πίσω από το ίδιο του το μεγαλείο· όπως το φως, που στην ίδια του την πληρότητα τυφλώνει και καθιστά το ορατό αόρατο.

 Η ίδια η πλησμονή της ύπαρξης γίνεται ο μανδύας του ακατάληπτου. Το μυστήριο δεν κρύβεται στις σκιές, αλλά κατακλύζει το κάθε τι, με τέτοια αφθονία που ο άνθρωπος μένει βουβός, αδύναμος να το ονομάσει ή να το συλλάβει.

Η πλησμονή του ακατάληπτου δηλώνει, επομένως, το γεγονός πως το μυστήριο, το θείο, το νόημα, η βαθύτερη αλήθεια του σύμπαντος δεν προσφέρεται ως σπάνιο εύρημα, αλλά διαποτίζει τα πάντα τόσο πολύ, που η ίδια του η αφθονία καθιστά αδύνατο να το συλλάβεις ή να το ορίσεις. Είναι το παράδοξο του φωτός που όταν είναι υπερβολικό, τυφλώνει· το μυστήριο που, αντί να κρύβεται, βρίσκεται παντού - τόσο, ώστε να ξεπερνά κάθε μας προσπάθεια να το εξηγήσουμε ή να το περιορίσουμε με τα ανθρώπινα μέτρα.

Η πλησμονή του ακατάληπτου είναι το βίωμα του να στέκεσαι μέσα σε έναν κόσμο που είναι τόσο πλούσιος σε μυστήριο και νόημα, ώστε μόνο η σιωπή, το δέος, η ταπεινότητα και η αγάπη μπορούν να γίνουν αληθινές απαντήσεις.

Μπροστά σε αυτό το μεγαλείο, κάθε γνώση καταντά φτωχή, κάθε λέξη ανεπαρκής, κάθε βεβαιότητα ασήμαντη. Η ανθρώπινη λογική ακροβατεί στην άκρη της αβύσσου, ψηλαφώντας το αόρατο με τα χέρια της ψυχής, καθώς το άπειρο διαπερνά και ξεπερνά κάθε όριο νου και καρδιάς.

Κάθε αστέρι που γεννιέται και σβήνει, κάθε σιωπηλό κύμα που διασχίζει το σύμπαν, κάθε ίχνος ζωής, κάθε ανθρώπινη ματιά, είναι ένα θραύσμα της γενναιοδωρίας αυτής, μια σπίθα από το άσβεστο πυρ της δημιουργίας που δεν χωρά σε κανένα μέτρο και καμιά περιγραφή.

Κι όμως, αυτό το μεγαλείο βρίσκει τον δρόμο του ακόμη και στις πιο ταπεινές στιγμές: στο χαμόγελο ενός παιδιού που πρωτοανακαλύπτει τον κόσμο, στο παιχνίδι που γεμίζει την αυλή με φωνές και φως, στη σιωπηλή απορία μπροστά σε ένα λουλούδι που ανθίζει χωρίς λόγο. Η παιδική αθωότητα, με το καθαρό της βλέμμα, αγγίζει το άρρητο και το δέχεται χωρίς ερώτηση, χωρίς ανησυχία, με εμπιστοσύνη και θαυμασμό.

Η φύση, με την ανεξάντλητη σοφία της, ψιθυρίζει το ίδιο μυστήριο σε κάθε ριπή ανέμου, σε κάθε φυλλωσιά που τρέμει στο φως, σε κάθε σταγόνα βροχής που γλιστρά στη γη. Τα δάση και οι ωκεανοί, τα βουνά και οι πεδιάδες, είναι ναοί γεμάτοι μυστικά, γεμάτοι ψιθύρους της πρώτης Δημιουργίας, εκεί όπου η παρουσία του θείου γίνεται αισθητή, όχι ως απάντηση, αλλά ως παλμός ζωής.

Στην κοινότητα των ανθρώπων, μέσα στη ζεστασιά του μοιράσματος, στη συγχώρεση, στο άγγιγμα της συντροφικότητας, αντανακλάται το φως του απείρου. Στις στιγμές που ο πόνος μοιράζεται, η χαρά διπλασιάζεται, η ελπίδα θεριεύει από τη φροντίδα του ενός προς τον άλλο, το μυστήριο της ύπαρξης διαστέλλεται και ενώνεται με το μυστήριο της αγάπης.

Η προσευχή, είτε ψιθυρίζεται σε εκκλησιά, είτε αναδύεται σιωπηλά σε μια μοναχική βραδιά, είτε εκρήγνυται ως κραυγή μέσα στην απελπισία ή την ευγνωμοσύνη, είναι το χνάρι της ψυχής πάνω στο μεγαλείο του κόσμου. Είναι η ειλικρινής παραδοχή πως δεν γνωρίζουμε, πως δεν ελέγχουμε, πως μόνο μπορούμε να σταθούμε, μικροί μα και άπειροι, στο κατώφλι του Μυστηρίου, ευχαριστώντας για ό,τι μας έχει δοθεί και ό,τι μας ξεπερνά.

Κι ο χρόνος, που κυλά αδιάκοπα και παρασέρνει τα πάντα, δεν καταφέρνει να θαμπώσει το φως αυτού του μεγαλείου. Μέσα από τις ρωγμές της φθοράς, μέσα από τα σημάδια του μόχθου και της αναμονής, λάμπει πιο καθαρά η αλήθεια πως τίποτα ουσιαστικό δεν χάνεται, πως η ομορφιά, το νόημα και το θαύμα διαπερνούν τον κόσμο και τον λούζουν με νόημα ακόμη και όταν όλα γύρω μοιάζουν ασήμαντα ή μάταια.

Και τελικά, αυτό είναι ίσως το βαθύτερο μάθημα: Το μεγαλείο του σύμπαντος δεν μετριέται, δεν ορίζεται, αλλά βιώνεται ως σιωπή μπροστά σε μια απερίγραπτη υπεραφθονία. Εκεί, η επιστήμη υποκλίνεται στην ποίηση, και ο άνθρωπος απομένει αμήχανος, μα και πλήρης. Το δάκρυ και το χαμόγελο ενώνονται, η απορία γίνεται προσευχή, κι όλη η ύπαρξη στέκει εκστατική, μέσα σε αυτό το ανείπωτο και πανταχού παρόν θαύμα.

Κι αν κάπου, κάποτε, η ψυχή μας φτερουγίσει από ευγνωμοσύνη ή συντριβή, ας θυμηθούμε: αυτή η ευτυχία, αυτή η πληγή, αυτή η σιωπή και αυτή η προσευχή είναι η γλώσσα με την οποία το ακατάληπτο μεγαλείο απαντά στο κάλεσμα της ανθρώπινης καρδιάς. Γιατί είμαστε φτιαγμένοι για να γευόμαστε το άπειρο - όχι να το κατανοούμε, αλλά να το ζούμε, να το αγαπάμε, να το ευγνωμονούμε.