Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

στο φεγγαρόφωτο

Ήταν απόγευμα.
Μια μικρή φλογέρα
στο ένα χέρι κρατούσα,
εσύ ήσουνα απούσα.
Διέσχιζα τον άνεμο
χρώματα πεταμένα παντού,
συνάντησα μια Μούσα.
Κλεμμένες ρόγες
από σταφύλι γι' αντάλλαγμα,
μια μικρή φλογέρα
στο ένα χέρι.
Απλές μουσικές κρυστάλλινες φωνές.

Γονατιστός καθώς στεκόμουν
μια ημίθεα αγαπούσα.
Δεν προέτρεχα.
Κλεισμένοι στην αλμύρα
δεχτήκαμε ένα δώρο
που μας έφερε ο Προμηθέας.
Η μέρα τελείωσε έτσι, για μας.

Κρυφή ανάμνηση τώρα,
επίπεδη, σ' εν' άδειο πορτοφόλι
τι ζητάν απ' τον Παράδεισο
επιτέλους οι διαβόλοι;

Μια πενιχρή αμοιβή τα όβολα,
σκιές, αγάλματα της κίνησης,
γλύπτης ενός παραβολικού Οδυσσέα
και μιας υπερβολικής πρότασης.
Παροπλισμένοι, οξειδωμένοι ακόλαστοι,
μυστικοί ήρωες ενός απογεύματος
κοντά σε μια θάλασσα.

Σκεπασμένοι, ακούραστοι
να ερωτευόμαστε σκιές
απ' το φεγγαρόφωτο
σ' ένα άγνωστο μέρος.

από την συλλογή
"Πληγωμένοι εραστές"
με τίτλο "στο φεγγαρόφωτο"

λέξεις...

Ύπαρξη.
Φτωχή ανυπάκουη μυστήρια,
μυστήρια μορφή.

Τρόποι.
Ανελέητο χτύπημα το πάθος,
πάθος για ζωή.

Υποκλίνομαι.
Μυστήριοι δρόμοι.
Οδήγησε με.

Σ' αγαπώ,
μα δε σε ξέρω.
Ή ταν ή επί τας.

Με περιεργάζονται.
Τεχνολογικό επίτευγμα,
λάθος τεράστιο,
μυαλό τετράγωνο.
Ποιος είναι;
φώναξε του,
διωξ' τον.

Δεν σε θέλω.
Σ' αγαπώ μα δε σε ξέρω.
Σκέπασε τα μάτια με το βέλο,
χαμήλωσε τα, γύρνα και φύγε,
δεν σε ξέρω.
Κάποτε πλάγιαζα μ' ένα κρεβάτι,
τώρα δεν ξέρω,
ίσως δεν θέλω.
Γυρνάω στους δρόμους.

Τρόπους.
Φτωχή μου γλυκιά μου κοπέλα,
σήμερα σου πήρα μια ομπρέλα,
γένους θηλυκού.
Με τρόμαξες, έφυγα.
Πήγα και τάισα τα περιστέρια.
Λουλούδια με μέλισσες
που τσιμπάνε στο βάζο.

Στο τέλος ο τρόμος.
Κήποι με τριαντάφυλλα.

Αφορμή.
Τρόποι.
Μια ήσυχη ζωή ανησυχίες
και τρόμαξα όταν οι άλλοι
άρχισαν να ρωτάνε
και χάιδευα τις φοράδες.
Σταματήστε τον!!!

από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "λέξεις..."

τυχαία, μυστικά

Μια τυχαία συνάντηση.
Μυστικές υποθέσεις.

Εξοστρακίζει
την οργή
για τα νερά του Ποσειδώνα.
Η λίμνη θόλωσε τα νερά της,
τυλίγει τη ντροπή
σε μεταξένια τούλια.

Ισορροπώντας στο τελευταίο το κρασί
πλημμύρισε κρυστάλλινο νερό.
Στεκότανε, κρεμότανε
απ' της αυγής το δόρυ,
καρτερούσε να φανούν
τ' Αυγούστου τα λιοπύρια,
μέχρι το χείλος έφτασε
του Νείλου η πλημμύρα.
Θαρρώ ο Ορφέας
εδώ και καιρό
σταμάτησε να παίζει πια τη λύρα.

από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "τυχαία, μυστικά"

ανάρμοστη απελπισία

Ενός μαύρου ουρανού
ένα κομμάτι άσπρο πανί
κρατάει μια αστραπιαία συνήθεια.
Κάτω από το πρίσμα της άνοιξης
χρωματιστή από άρωμα νύχτα.
Αγγίζω τα όρια της σιωπής.
Μια χρονικά ανάρμοστη απελπισία,
μια χούφτα σκόνη,
στον άνεμο προβολή.

Βλέμματα πίσω από τις πόρτες
γυάλινα σκεπάσματα
μιας άγνωστης χλωμής υπόθεσης.

Ένα κέρμα στη ξύλινη στοά.
Διακεκομμένα, συμμετρικά, αέρινα,
γυαλιστερά πλάσματα.
Μια τεχνητή παράταση
άστοχης προσαρμογής
στην ξύλινη καρέκλα.

από την συλλογή
"Ερωδιοί του θανάτου"
με τίτλο "ανάρμοστη απελπισία"

άυλο όνειρο αυτοκόλλητο

Κοιτάζω από το παράθυρο,
ζαλισμένος, σηκώθηκα και περπάτησα,
άνοιξα ένα βιβλίο,
τεντώθηκα σαν τη γάτα,
αποκοιμήθηκα...

Τελείωσε το πρόγραμμα της τηλεόρασης.
Βγήκα έξω.
Οι ώρες περνούν πολύ γρήγορα,
στο τέλος της πόλης νέκρα.
Η αυγή με πλησίασε,
έδεσα τα κορδόνια μου και ένοιωσα άδειος,
έδωσα το μαντήλι μου και έμεινα μόνος,
πιο κάτω έγινε ένα φόνος
και βασιλεύει ο φθόνος.

Γύρισα πίσω.
Σήκωσα ένα ρούχο μου από το πάτωμα,
δεν ήταν μεταξωτό.

Περιμένοντας ένα ανοιχτόχρωμο ήλιο,
μια ανοιχτόχρωμη στρόγγυλη θάλασσα
με μια κόκκινη βάρκα.

Προσπερνώντας το σμήνος με τις μέλισσες
θυμήθηκα πως να με κοιτάξεις δεν θέλησες.

Γύρισα πίσω.
Έβαλα το κλειδί στην πόρτα
μα δεν την έκανα να σωπάσει.
Έκανα μια σπονδή.
Ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι περίμενε.
Το φλάουτο τραγουδούσε.

Ψάχνω ένα ξανθό ήλιο,
μια γαλανή στρόγγυλη θάλασσα
με μια κόκκινη βάρκα.
Σ' αγγίζω ξανά.

Άυλος γύρισα πίσω.
Ανέβηκα ένα δυνατό άλογο,
κρατώντας το με τα δυο μου χέρια.
Ο αέρας μάλλον σταμάτησε.

Βλέπω ένα χρυσό αστραφτερό ήλιο
μια διαμαντένια λαμπερή θάλασσα
με μια κόκκινη βάρκα
σ' ένα γυαλιστερό αυτοκόλλητο
και γύρισα πίσω.


από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "άυλο όνειρο αυτοκόλλητο"

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

αφηρημένα

Επιλεκτικά προσποιούμαι
κινούμαι αδιάφορα ασύστολα
απαρχαιώνοντας οτιδήποτε.

Επιπληκτικά απευθύνομαι
ανέκφραστα σε προσέχω.
Αποσυγχρονισμός.

Ο χρόνος που τρέχει.
Αργά.

Stop.
Replay.

Πιο αργά.
Αφηρημένα.

Ίσως…

…αργότερα.

από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "αφηρημένα"

μεταμορφώνομαι

Μεταμορφώνομαι,
γίνομαι άγριο πουλί
με τρομακτικά μεγάλα φτερά
ή κάτι ακίνητο
ή κάτι αμίλητο,

ακλόνητος, απείραχτος στο χρόνο.
Μια ογκώδης ακινησία.

Μεταμορφώνομαι.
Ροπή αδρανείας που λιγοστεύει,
γίνομαι μια γάτα
που με σκυφτό το κεφάλι
και έκτη αίσθηση στο φουλ
παραμονεύει.
Ή κάτι απίθανο!

Υπάρχω, δεν υπάρχω.
Είμαι εδώ,
τα βλέπω όλα μα λείπω.
Αδειάζω, γεμίζω, αισθάνομαι,
όλος δικός μου είμαι.

Και στο στρατόπεδο του Καίσαρα
κανένας δε μιλάει.
Το στρατόπεδο του Καίσαρα
σιωπή το πλάκωσε.
Κι εγώ αδειάζω, γεμίζω.

Μεταμορφώνομαι μα δε μιλάω,
σωπαίνω.

Στο στρατόπεδο του Καίσαρα
έξω απ’ τη σκηνή του
το δόρυ μου, όρθιο κρατάω.
Σκοπιά φυλάω και δε μιλάω.
Μεταμορφώνομαι.
Μετεμψυχώνομαι.


από την συλλογή
"Τα φυσικά μετά"
με τίτλο "μεταμορφώνομαι"