Η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού είναι γεμάτη από μορφές που ξεπέρασαν τα όρια της εποχής τους και για το λόγο αυτό πολεμήθηκαν. Από τον Σωκράτη ως τον Γαλιλαίο, κι από τον Van Gogh ως τις σύγχρονες φωνές που αμφισβητούν τη μαζική σκέψη, το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται διαρκώς. Η αριστεία γεννά αντιστάσεις. Σήμερα, η σύγκρουση αυτή δεν εκδηλώνεται μέσα από διώξεις ή απαγορεύσεις, αλλά μέσα από κάτι πιο ύπουλο. Την ήσυχη, σχεδόν αόρατη εκδίκηση της μετριότητας.
Η μετριότητα δεν μισεί την αριστεία γιατί τη θεωρεί κακή· τη μισεί γιατί την καθρεφτίζει. Θυμίζει σε όλους τι θα μπορούσαν να γίνουν, αν τολμούσαν να ξεπεράσουν το όριο της ασφάλειας. Η κοινωνία, από την πλευρά της, έχει αναπτύξει μηχανισμούς που ενισχύουν αυτή τη σύγκρουση. Και η ψυχολογία έχει δώσει ακριβείς εξηγήσεις για το γιατί.Ο Solomon Asch, στη δεκαετία του 1950, απέδειξε πειραματικά ότι οι άνθρωποι προτιμούν να έχουν άδικο μαζί με τους πολλούς παρά δίκιο μόνοι τους. Ακόμη κι όταν η σωστή απάντηση ήταν ορατή μπροστά τους, η πίεση της ομάδας αρκούσε για να αλλοιώσει την κρίση τους. Λίγο αργότερα, η Elisabeth Noelle-Neumann περιέγραψε το φαινόμενο αυτό ως «σπείρα της σιωπής». Ο φόβος κοινωνικής απομόνωσης οδηγεί τους ανθρώπους να αποσιωπούν τις μειοψηφικές ή πρωτότυπες απόψεις τους.
Αυτό είναι το πρώτο στάδιο της εκδίκησης της μετριότητας. Η συμμόρφωση. Όσο πιο ιδιαίτερος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο απειλεί τη συνοχή του συνόλου. Και η ομάδα αντιδρά. Ο κοινωνικός αποκλεισμός, όπως έδειξε ο Kipling Williams, προκαλεί στον εγκέφαλο το ίδιο είδος πόνου με τη σωματική πληγή. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να υπάρξει δίωξη ή βία· αρκεί η απομόνωση, ο χλευασμός ή η σιωπηλή περιφρόνηση.
Η μετριότητα, όμως, δεν σταματά εκεί. Μέσα στους θεσμούς και στις οργανώσεις, ευνοείται δομικά. Οι άνθρωποι και οι οργανισμοί έχουν φυσική προδιάθεση να διατηρούν το στάτους κβο, ακόμη και εις βάρος της προόδου. Όπως έδειξαν οι Samuelson και Zeckhauser, αυτή η «μεροληψία υπέρ του στάτους κβο» κάνει τους φορείς απόφασης να επιλέγουν το ασφαλές και το οικείο, αντί του καινοτόμου και του αβέβαιου. Έρευνες όπως εκείνες των Foster, Rzhetsky και Evans έδειξαν ότι η πραγματική επιστημονική καινοτομία συχνά απορρίπτεται στα πρώτα στάδια, επειδή θεωρείται υπερβολικά ριψοκίνδυνη για να ενταχθεί στο καθιερωμένο πλαίσιο.
Αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται παντού. Στα πανεπιστήμια, στις επιχειρήσεις, στα μέσα ενημέρωσης. Οι μετρήσεις απόδοσης, οι δείκτες, οι στόχοι, όλα λειτουργούν μέσα στη λογική του «Goodhart». Όταν ένας δείκτης γίνεται στόχος, παύει να δείχνει την πραγματική ποιότητα. Έτσι, όποιος μαθαίνει να χειρίζεται το σύστημα και όχι να το ξεπερνά, ανταμείβεται. Η μετριότητα γίνεται ορθολογική επιλογή.
Η τεχνολογία ήρθε να ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία. Τα κοινωνικά δίκτυα και οι αλγόριθμοι δεν διακρίνουν το ουσιαστικό από το επιφανειακό· μετρούν μόνο την απήχηση. Πειράματα όπως εκείνο των Salganik, Dodds και Watts έδειξαν ότι η κοινωνική επιρροή αυξάνει ραγδαία την ανισότητα. Όταν οι χρήστες βλέπουν τι προτιμούν οι άλλοι, τείνουν να ακολουθούν τη μάζα, ενισχύοντας το ήδη δημοφιλές. Έτσι, το πρωτότυπο περιεχόμενο βυθίζεται στη «μακρά ουρά» της αορατότητας. Η καινοτομία υπάρχει, αλλά δεν φαίνεται.
Πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκεται και ένας βαθύτερος ψυχολογικός μηχανισμός. Η ανάγκη για ισότητα. Ο κοινωνικός ψυχολόγος Feather έδειξε ότι οι άνθρωποι συχνά νιώθουν ικανοποίηση όταν ένας υψηλά ικανός ή επιτυχημένος άνθρωπος αποτυγχάνει. Η πτώση του άλλου εξισορροπεί το δικό μας αίσθημα ανεπάρκειας. Η αριστεία, με άλλα λόγια, δεν συγχωρείται όχι γιατί είναι λάθος, αλλά γιατί είναι υπενθύμιση.
Το ίδιο συμβαίνει και στο πεδίο της γνώσης. Ο Robert Merton είχε περιγράψει ήδη από το 1968 το «φαινόμενο του Ματθαίου». «Τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ». Οι ήδη γνωστοί και αναγνωρισμένοι επιστήμονες συγκεντρώνουν δυσανάλογα μεγαλύτερη προσοχή, ενώ οι νεότεροι, συχνά πιο δημιουργικοί, μένουν στην αφάνεια. Το αποτέλεσμα είναι η αναπαραγωγή του ίδιου κύκλου· η καινοτομία μένει στην περιφέρεια, και η μετριότητα καταλαμβάνει το κέντρο.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα συνεκτικό μοτίβο ότι η μετριότητα δεν χρειάζεται να συνωμοτήσει εναντίον της αριστείας. Το σύστημα το κάνει για λογαριασμό της. Μέσω της ψυχολογικής πίεσης, της θεσμικής συντήρησης και των τεχνολογικών αλγορίθμων, η κοινωνία ευνοεί το ασφαλές και το οικείο. Όμως η πρόοδος δεν προέρχεται ποτέ από το ασφαλές.
Αν υπάρχει λύση, δεν είναι η αναζήτηση μιας ελιτιστικής διάκρισης, αλλά η οικοδόμηση πολιτισμού που αντέχει τη διαφορά. Η αριστεία δεν χρειάζεται προνόμια, χρειάζεται ανεκτικότητα. Ένα περιβάλλον που θα αναγνωρίζει πως η αμφισβήτηση, η αποτυχία και η διαφορετική σκέψη δεν είναι απειλές, αλλά αναγκαίες συνθήκες εξέλιξης.
Η μετριότητα θα υπάρχει πάντα, όπως πάντα υπήρχε. Το ερώτημα είναι αν θα της επιτρέψουμε να συνεχίσει να εκδικείται ό,τι μας κάνει ανθρώπους, δηλαδή την ικανότητα να ξεπερνούμε τον εαυτό μας.
Η επικράτηση της μετριότητας δεν είναι μόνο ψυχολογικό ή κοινωνικό φαινόμενο. Δημιουργεί σταδιακά μια νέα μορφή εξουσίας, πιο ήπια και ταυτόχρονα πιο βαθιά από τις κλασικές αυταρχικές δομές. Στις σύγχρονες δημοκρατίες, η εξουσία δεν χρειάζεται πια να επιβάλλεται από πάνω προς τα κάτω. Ενεργοποιείται μέσα από δίκτυα, κανόνες, μηχανισμούς αξιολόγησης και τεχνολογικές πλατφόρμες που διαχέουν τη συμμόρφωση σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής. Αυτό που προκύπτει είναι μια κατανεμημένη δικτατορία, ένα πλέγμα ελέγχου χωρίς τύραννο, όπου η υπακοή δεν είναι εξαναγκασμένη αλλά εσωτερικευμένη.
Η έννοια αυτή βρίσκει ρίζες στις αναλύσεις του Michel Foucault σχετικά με τη «βιοεξουσία» και το «πανοπτικόν». Ο Foucault έδειξε πως η εξουσία δεν κατοικεί σε ένα κέντρο αλλά κυκλοφορεί μέσα από θεσμούς, κανόνες και καθημερινές πρακτικές. Στο παρελθόν, ο αυταρχισμός φαινόταν στα πρόσωπα των ηγετών και στους μηχανισμούς καταστολής. Σήμερα, εκδηλώνεται μέσα από τη δομή των ίδιων των συστημάτων που υποτίθεται πως μας εξυπηρετούν.
Η κατανεμημένη δικτατορία λειτουργεί ως αόρατο πλέγμα αμοιβαίων ελέγχων. Οι πολίτες, οι εργαζόμενοι, οι χρήστες ψηφιακών μέσων, όλοι αποτελούν ταυτόχρονα ελεγχόμενους και ελεγκτές. Ο Shoshana Zuboff περιέγραψε αυτό το φαινόμενο ως «καπιταλισμό της επιτήρησης». Μια οικονομία όπου η ανθρώπινη εμπειρία μετατρέπεται σε δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη και καθοδήγηση της συμπεριφοράς. Η εξουσία πλέον δεν χρειάζεται να πει «όχι». Αρκεί να καθοδηγήσει το τι θεωρείται φυσιολογικό, αποδεκτό ή κοινωνικά επιθυμητό.
Στον δημόσιο λόγο αυτό εκδηλώνεται μέσω της υπερπληροφόρησης και της ταχύτητας. Όπως έδειξε ο Byung-Chul Han, η σημερινή κοινωνία δεν είναι πια κατασταλτική αλλά υπερπαραγωγική. Πλημμυρίζει το άτομο με ερεθίσματα, απόψεις, εικόνες και κανόνες επιτυχίας. Η καταστολή έχει αντικατασταθεί από τη διάχυση. Όποιος δεν συμβαδίζει με τον ρυθμό της, απλώς χάνεται. Το άτομο αισθάνεται ελεύθερο, αλλά ζει μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι επιλογές του έχουν ήδη διαμορφωθεί από αλγοριθμικά φίλτρα, κοινωνικές προσδοκίες και θεσμικές κανονικότητες.
Το ίδιο συμβαίνει στην εργασία και στην εκπαίδευση. Οι εργαζόμενοι και οι φοιτητές μαθαίνουν να αυτοπαρακολουθούνται. Να μετρούν, να καταγράφουν, να αξιολογούν οι ίδιοι τον εαυτό τους με δείκτες απόδοσης. Η εξουσία έχει μετατραπεί σε εσωτερικό μηχανισμό αυτορρύθμισης. Ο έλεγχος δεν επιβάλλεται απ’ έξω αλλά βιώνεται ως καθήκον, μια κατάσταση που ο Foucault είχε περιγράψει ως «πειθαρχία χωρίς δεσμοφύλακα».
Η τεχνολογία πολλαπλασιάζει αυτό το φαινόμενο. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και τα συστήματα αξιολόγησης έχουν εισαγάγει μια νέα μορφή κοινωνικού πανοπτισμού. Ο καθένας είναι ταυτόχρονα παρατηρητής και παρατηρούμενος. Όπως σημείωσε ο Zygmunt Bauman, η σύγχρονη κοινωνία της διαφάνειας δεν προσφέρει ελευθερία αλλά μόνιμη έκθεση. Η αποδοχή, η προβολή και η κοινωνική επιβεβαίωση λειτουργούν ως μηχανισμοί συμμόρφωσης πολύ ισχυρότεροι από την απειλή τιμωρίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μετριότητα μετατρέπεται σε πολιτισμικό μηχανισμό σταθερότητας. Επειδή είναι προβλέψιμη, προσαρμόσιμη και αβλαβής, γίνεται το ιδανικό κύτταρο αυτής της νέας εξουσίας. Ο άριστος, ο δημιουργικός, ο διαφορετικός, αντιμετωπίζεται όχι ως εχθρός αλλά ως ανωμαλία που χρειάζεται «διόρθωση». Η πίεση δεν είναι θεσμική αλλά κοινωνική. Απλά αποκλείεται όποιος δεν συμμορφώνεται με τον ρυθμό και το ύφος της εποχής.
Η κατανεμημένη δικτατορία, επομένως, δεν έχει ηγέτη ούτε πρόσωπο. Είναι ένα σύστημα αυτορρυθμιζόμενο, όπου η μετριότητα έχει βρει το τέλειο περιβάλλον για να επιβιώνει και να επιβάλλεται. Όσο περισσότερο οι άνθρωποι μαθαίνουν να αυτολογοκρίνονται, να αυτοεπιτηρούνται και να ανταγωνίζονται για κοινωνική αποδοχή, τόσο λιγότερο χρειάζεται κάποιος να τους ελέγχει. Η ελευθερία περιορίζεται όχι με βία αλλά με προγραμματισμό συμπεριφοράς.
Σε αυτό το σημείο, η επιστήμη της κοινωνιολογίας και της επικοινωνίας συναντά τη φιλοσοφία. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ulrich Beck μιλούσε για «κοινωνία του ρίσκου», όπου η ανάγκη ασφάλειας δημιουργεί υπερδομές ελέγχου. Ο Γάλλος φιλόσοφος Jean Baudrillard προειδοποιούσε ότι ζούμε σε έναν κόσμο «υπερπραγματικότητας», όπου η αναπαράσταση έχει αντικαταστήσει την εμπειρία. Και ο Han, στις πιο πρόσφατες αναλύσεις του, υποστηρίζει ότι η ψυχολογική εξάντληση των πολιτών είναι το νέο εργαλείο εξουσίας: οι άνθρωποι είναι υπάκουοι όχι γιατί φοβούνται, αλλά γιατί είναι εξουθενωμένοι.
Η κατανεμημένη δικτατορία είναι, συνεπώς, το τελικό στάδιο της εκδίκησης της μετριότητας. Μια κοινωνία που φοβάται τη διαφορά και την υπεροχή καταλήγει να οργανώνει τους θεσμούς της έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να ξεχωρίσει. Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος «ευγενικής σκλαβιάς» όπου όλοι είναι ελεύθεροι να πουν τη γνώμη τους, αλλά μόνο εφόσον αυτή ταιριάζει στο συλλογικό αφήγημα. Η εξουσία έχει γίνει ομαδική συνήθεια.
