Η αποικιοκρατία υπήρξε μία από τις πιο ισχυρές και καταστροφικές δυνάμεις της παγκόσμιας ιστορίας, με μακροχρόνιες συνέπειες που επηρεάζουν ακόμη και σήμερα τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, επέκτειναν την επιρροή τους μέσω της συστηματικής εκμετάλλευσης φυσικών και ανθρώπινων πόρων στις περιοχές που κατέκτησαν. Αυτές οι πρακτικές κατέστρεψαν τοπικές οικονομίες, δημιούργησαν κοινωνικές ανισότητες και θεμελίωσαν διαρκείς σχέσεις εξάρτησης που εξακολουθούν να διαμορφώνουν τις συνθήκες ζωής σε πολλές περιοχές του κόσμου.
Η εκμετάλλευση κατά την αποικιοκρατική περίοδο δεν περιορίστηκε μόνο στην κατάσχεση γης και πόρων. Βασίστηκε επίσης στην αφαίρεση της αυτονομίας των τοπικών πληθυσμών και την υποταγή τους σε καθεστώτα που λειτουργούσαν προς όφελος των αποικιοκρατών. Για παράδειγμα, η απομύζηση των αγροτικών και ορυκτών πηγών στις αποικίες συνοδευόταν από πολιτικές που εξασφάλιζαν ότι οι τοπικοί πληθυσμοί θα παραμείνουν οικονομικά εξαρτημένοι και πολιτικά ανίσχυροι (Acemoglu, Johnson, & Robinson, 2001). Αυτές οι πολιτικές διαμόρφωσαν τις οικονομικές και κοινωνικές δομές στις πρώην αποικίες, οδηγώντας σε χρόνιες συνθήκες φτώχειας, ανισότητας και εξάρτησης.Παρότι οι αποικιοκρατίες τερματίστηκαν επίσημα κατά τον 20ό αιώνα, οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες αυτών των πρακτικών παραμένουν έντονες. Πολλοί από τους πρώην κατακτημένους πληθυσμούς αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες ζωής μεταναστεύοντας σε πλουσιότερες χώρες, που συχνά τυγχάνει να είναι οι πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η ελπίδα για μια νέα αρχή όμως συχνά μετατρέπεται σε απογοήτευση, καθώς οι μετανάστες αυτοί βρίσκονται αντιμέτωποι με νέες μορφές εκμετάλλευσης και περιθωριοποίησης στις κοινωνίες υποδοχής τους.
Παρά την ύπαρξη σύγχρονων νομικών πλαισίων που προωθούν την ισότητα και προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, η πραγματικότητα για πολλούς μετανάστες είναι πολύ διαφορετική. Οι κοινωνίες υποδοχής μπορεί να θεσπίζουν νόμους που αναγνωρίζουν ίσα δικαιώματα για όλους, αλλά οι βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις και οι κοινωνικές αδράνειες συχνά οδηγούν σε πρακτικές διακρίσεων και άνισης μεταχείρισης. Οι μετανάστες καταλήγουν συχνά σε δουλειές χαμηλής αμοιβής, χωρίς πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες και με περιορισμένα δικαιώματα, ενώ γίνονται στόχος ρατσιστικών συμπεριφορών και στερεοτύπων (Kymlicka, 2015).
Οι κοινωνίες αυτές, παρά την ύπαρξη προοδευτικών νόμων, δεν έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν πλήρως τα αποικιοκρατικά τους κατάλοιπα. Η καθυστέρηση στην προσαρμογή της κοινωνικής πραγματικότητας στις νομικές αλλαγές δημιουργεί ένα κενό όπου η ανισότητα και η εκμετάλλευση συνεχίζουν να ανθούν. Η έρευνα δείχνει ότι η αποτυχία ενσωμάτωσης των μεταναστών συνδέεται με αυτή τη διαφορά ανάμεσα στις νομικές αρχές και τις κοινωνικές πρακτικές (Joppke, 2004). Οι μετανάστες αντιμετωπίζουν συχνά τοίχους κοινωνικού αποκλεισμού που ενισχύονται από βαθιά ριζωμένες κοινωνικές προκαταλήψεις και μια αργή διαδικασία πολιτισμικής ενσωμάτωσης.
Αυτή η αδυναμία ενσωμάτωσης και η συνεχιζόμενη εκμετάλλευση αποτελούν το δεύτερο «τηγάνισμα» στη μεταφορά μας. Οι μετανάστες, που έχουν ήδη υποστεί την εκμετάλλευση και την καταπίεση στις χώρες προέλευσής τους, αναζητούν έναν νέο δρόμο προς την ευημερία, μόνο για να βρεθούν παγιδευμένοι σε παρόμοια συνθήκες εκμετάλλευσης στις κοινωνίες υποδοχής. Η απογοήτευση και η αίσθηση της αδικίας που προκύπτουν από αυτές τις εμπειρίες μπορούν να οδηγήσουν σε ακραίες συμπεριφορές και απόψεις, καθώς οι μετανάστες αναζητούν τρόπους να εκφράσουν την αντίθεσή τους σε ένα σύστημα που τους αποκλείει (Gurr, 1970).
Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι το αίσθημα του αποκλεισμού και η κοινωνική αδικία ενισχύουν την τάση προς ριζοσπαστισμό και εξτρεμισμό. Όπως υποστηρίζει ο Roy (2017), οι νέοι μετανάστες που βιώνουν συνεχείς διακρίσεις και κοινωνικό αποκλεισμό βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο να στραφούν σε εξτρεμιστικές ομάδες που προσφέρουν μια αίσθηση σκοπού και κοινότητας, απαντώντας στις εμπειρίες της αποξένωσης και της καταπίεσης. Ο Sageman (2004) επίσης σημειώνει ότι η συμμετοχή σε εξτρεμιστικές ομάδες μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μέσο διεκδίκησης της αξιοπρέπειας και της δικαιοσύνης, όταν οι κοινωνίες υποδοχής αποτυγχάνουν να παράσχουν ίσες ευκαιρίες και δίκαιη μεταχείριση.
Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, πρέπει να αναγνωριστεί το βάθος της ιστορικής εκμετάλλευσης και οι σύγχρονες μορφές αδικίας που βιώνουν οι μετανάστες. Η αδυναμία των κοινωνιών να εναρμονιστούν πλήρως με τις προοδευτικές νομικές αρχές και να εξαλείψουν τις συστημικές ανισότητες έχει σοβαρές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή και την ασφάλεια. Μια ουσιαστική προσέγγιση πρέπει να περιλαμβάνει την εφαρμογή πολιτικών που όχι μόνο αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των μεταναστών αλλά και διασφαλίζουν την πλήρη και πραγματική τους ενσωμάτωση στις κοινωνίες υποδοχής.
Το "διπλό τηγάνισμα" της εκμετάλλευσης —από την αποικιοκρατία στις χώρες προέλευσης μέχρι την περιθωριοποίηση στις χώρες υποδοχής— επιδεινώνει τις ανισότητες και ενισχύει τη δυνατότητα εξτρεμιστικών απαντήσεων. Χρειάζεται μια πιο ολιστική και δίκαιη προσέγγιση που θα αντιμετωπίσει αυτές τις ρίζες αδικίας, προωθώντας την ειρήνη και την ασφάλεια σε έναν κόσμο που θα σέβεται τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων.
Παραπομπές:
- Acemoglu, D., Johnson, S., & Robinson, J. A. (2001). The Colonial Origins of Comparative Development: An Empirical Investigation. American Economic Review, 91(5), 1369-1401.
- Gurr, T. R. (1970). Why Men Rebel. Princeton University Press.
- Castles, S., & Miller, M. J. (2009). The Age of Migration: International Population Movements in the Modern World. Palgrave Macmillan.
- Joppke, C. (2004). The Retreat of Multiculturalism in the Liberal State: Theory and Policy. The British Journal of Sociology, 55(2), 237-257.
- Roy, O. (2017). Jihad and Death: The Global Appeal of Islamic State. Hurst.
- Sageman, M. (2004). Understanding Terror Networks. University of Pennsylvania Press.
- Kymlicka, W. (2015). Multicultural Citizenship: A Liberal Theory of Minority Rights. Oxford University Press.