Η οικονομική θεωρία προσφέρει ένα ισχυρό πλαίσιο για την κατανόηση και την πρόβλεψη του ρατσισμού και των διακρίσεων στην αγορά εργασίας και τις οικονομικές επιπτώσεις που έχουν. Μέσω της ανάλυσης των διακρίσεων, της θεωρίας του ανθρώπινου κεφαλαίου, των κοινωνικών δικτύων και των θεσμικών διακρίσεων, οι οικονομολόγοι μπορούν να εξηγήσουν πώς οι προκαταλήψεις επηρεάζουν τις οικονομικές αποφάσεις και αποτελέσματα.
Ο Gary Becker ήταν ένας από τους πρώτους που ανέλυσαν τον ρατσισμό ως μορφή διάκρισης στην αγορά εργασίας. Υποστήριξε ότι οι εργοδότες, οι εργαζόμενοι ή οι καταναλωτές μπορεί να έχουν προκαταλήψεις κατά ορισμένων ομάδων, οι οποίες οδηγούν σε οικονομικές επιπτώσεις. Οι εργοδότες που είναι προκατειλημμένοι μπορεί να πληρώνουν υψηλότερο κόστος για να αποφύγουν την πρόσληψη ατόμων από ομάδες που δεν συμπαθούν, γεγονός που μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους. Οι προκαταλήψεις μπορούν να δημιουργήσουν διαφορές στους μισθούς, με τα άτομα από μειονότητες να λαμβάνουν χαμηλότερους μισθούς για ίση εργασία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα χαμηλότερη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές.
Οι επενδύσεις στην εκπαίδευση και την κατάρτιση επηρεάζουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων και τους μισθούς τους. Ο ρατσισμός μπορεί να δημιουργήσει άνισες ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης για διάφορες φυλετικές ή εθνοτικές ομάδες, οδηγώντας σε ανισότητες στην αγορά εργασίας. Αν οι μειονότητες δεν έχουν πρόσβαση στην ίδια ποιότητα εκπαίδευσης ή κατάρτισης, αυτό επηρεάζει την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται αποτελεσματικά στην αγορά εργασίας, οδηγώντας σε χαμηλότερη παραγωγικότητα και μισθούς.
Οι αγορές εργασίας και οι ευκαιρίες συχνά βασίζονται σε κοινωνικά δίκτυα και συνδέσεις. Αν οι μειονότητες έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε τέτοια δίκτυα λόγω ρατσιστικών προκαταλήψεων, αυτό μπορεί να επηρεάσει την πρόσβασή τους σε θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας και σε προαγωγές, δημιουργώντας περαιτέρω ανισότητες.
Οι θεσμικές πρακτικές και οι πολιτικές μπορούν να ενισχύσουν τον ρατσισμό. Οι κανόνες και οι κανονισμοί που προωθούν διακρίσεις έχουν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στις μειονότητες, καθιστώντας πιο δύσκολη την κοινωνική και οικονομική τους ανέλιξη.
Η οικονομική θεωρία προβλέπει ότι μια κοινωνία μπορεί να είναι ρατσιστική ακόμα και αν τα άτομα δεν έχουν προσωπικές προκαταλήψεις. Αυτό μπορεί να συμβεί μέσω διαρθρωτικών και θεσμικών μηχανισμών που δημιουργούν και ενισχύουν τις ανισότητες. Οι θεσμικοί κανόνες και οι πολιτικές μπορεί να ενισχύουν ασυνείδητα τις διακρίσεις. Για παράδειγμα, αν οι προσλήψεις βασίζονται σε συστάσεις και κοινωνικά δίκτυα, οι μειονότητες που έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε αυτά τα δίκτυα θα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Οι αγορές μπορούν να ενισχύσουν τις ανισότητες μέσω των οικονομικών κινήτρων. Αν οι εργοδότες πιστεύουν ότι οι καταναλωτές προτιμούν προϊόντα ή υπηρεσίες από συγκεκριμένες ομάδες, θα είναι πιο πιθανό να προσλάβουν άτομα από αυτές τις ομάδες, αγνοώντας άλλες πιο κατάλληλες επιλογές. Η ανισότητα στην πρόσβαση στην εκπαίδευση και την κατάρτιση μπορεί να δημιουργήσει μακροχρόνιες ανισότητες. Οι πολιτικές που δεν ενισχύουν την ισότητα στην εκπαίδευση μπορούν να διατηρήσουν αυτές τις ανισότητες, ανεξάρτητα από τις ατομικές προθέσεις.
Το "φάντασμα της κότας" είναι ένα παράδειγμα που αναδεικνύει τις οικονομικές επιπτώσεις του ρατσισμού. Υποθέτει ότι υπάρχουν δύο ομάδες εργαζομένων: η Ομάδα Α και η Ομάδα Β. Οι εργοδότες έχουν προκατάληψη κατά της Ομάδας Β, παρόλο που οι εργαζόμενοι της Ομάδας Β είναι εξίσου παραγωγικοί με την Ομάδα Α. Οι εργοδότες πληρώνουν ένα "κόστος διάκρισης" για να αποφύγουν την Ομάδα Β, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι της Ομάδας Β να προσφέρονται για εργασία με χαμηλότερους μισθούς. Στο μακροπρόθεσμο, οι μη προκατειλημμένοι εργοδότες μπορούν να επωφεληθούν από την πρόσληψη ταλαντούχων εργαζομένων της Ομάδας Β, αυξάνοντας την παραγωγικότητά τους.
Η οικονομική θεωρία δείχνει ότι οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας δεν είναι μόνο ηθικά και κοινωνικά απαράδεκτες, αλλά έχουν επίσης σημαντικές οικονομικές συνέπειες, δημιουργώντας αναποτελεσματικότητες και ανισότητες. Οι πολιτικές παρέμβασης, όπως νόμοι κατά των διακρίσεων και προγράμματα ενίσχυσης της πρόσβασης στην εκπαίδευση, μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των οικονομικών επιπτώσεων των διακρίσεων και στη δημιουργία μιας πιο δίκαιης και αποτελεσματικής αγοράς εργασίας.