Περίληψη
Η μελέτη επαναπροσδιορίζει το φαινόμενο της διαφθοράς πέρα από τη νομική και θεσμική του διάσταση, εισάγοντας τον όρο ερμηνευτική διαφθορά (interpretive corruption). Υποστηρίζεται ότι η σύγχρονη διαφθορά δεν εκδηλώνεται μόνο ως παραβατικότητα, αλλά ως αλλοίωση του ίδιου του νοήματος της αλήθειας. Μέσα από φαινομενολογική και κοινωνιολογική ανάλυση, το άρθρο διερευνά τη μετάβαση από την ψυχική αλλοίωση του ανθρώπου στη θεσμική παρακμή, με έμφαση στις επιχειρήσεις και την εποχή της πληροφορίας. Η ερμηνευτική διαφθορά ορίζεται ως νέα μορφή κοινωνικής παθολογίας, στην οποία η στρέβλωση του λόγου και των αξιών αντικαθιστά την πράξη του ψεύδους, καθιστώντας το ψεύδος κοινωνικά λειτουργικό και πολιτισμικά ανεκτό.
Λέξεις-κλειδιά: διαφθορά, ερμηνευτική διαφθορά, θεσμοί, ψυχική αλλοίωση, κοινωνική δικαιοσύνη, επιχειρήσεις, σύγχρονη κοινωνία, πληροφορία, αλήθεια
Εννοιολογικό πλαίσιο: η διαφθορά με την κλασική και τη διευρυμένη έννοια
Στην επιστημονική βιβλιογραφία, η διαφθορά ορίζεται ως η κατάχρηση εξουσίας ή εμπιστοσύνης προς ίδιον όφελος, η οποία παραβιάζει θεσμικούς ή ηθικούς κανόνες με σκοπό την αποκόμιση υλικού ή άυλου κέρδους (Transparency International, 2023· Nye, 1967). Η διαφθορά δεν αποτελεί απλώς νομική ή ηθική παρεκτροπή· είναι κοινωνικό φαινόμενο που αναδύεται όταν οι θεσμοί χάνουν τη νομιμοποιητική τους βάση και όταν η σχέση μεταξύ εξουσίας και ευθύνης διαρρηγνύεται.
Τα βασικά είδη διαφθοράς που αναγνωρίζονται από την κοινωνιολογική και πολιτική επιστήμη περιλαμβάνουν:
- Πολιτική διαφθορά, δηλαδή τη χειραγώγηση δημόσιων αποφάσεων, νόμων ή θεσμών για ιδιοτελή πολιτικά ή οικονομικά οφέλη (Heidenheimer & Johnston, 2002).
- Διοικητική ή γραφειοκρατική διαφθορά, που αφορά την κατάχρηση καθηκόντων από δημόσιους υπαλλήλους, μέσω δωροδοκίας, εύνοιας ή παραβίασης διαδικασιών (Rose-Ackerman, 1999).
- Οικονομική ή επιχειρηματική διαφθορά, που εκδηλώνεται μέσω παράνομων ή ανήθικων πρακτικών στις συναλλαγές της αγοράς, όπως απάτες, φοροδιαφυγή, παραποίηση λογιστικών στοιχείων, σύγκρουση συμφερόντων (Johnston, 2005).
- Ηθική διαφθορά, η οποία υπερβαίνει το νομικό επίπεδο και αφορά τη διάβρωση των κοινωνικών αξιών, δηλαδή τη σταδιακή εξοικείωση της κοινωνίας με την ανεντιμότητα ή τον κυνισμό (Williams, 1999).
Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι τα είδη αυτά δεν λειτουργούν μεμονωμένα, αλλά αλληλοτροφοδοτούνται μέσα σε ευρύτερα πολιτισμικά και θεσμικά περιβάλλοντα. Ο Alatas (1999) μιλά για τη «συστημική διαφθορά», δηλαδή τη διάχυτη κατάσταση όπου η αθέμιτη πρακτική καθίσταται κανόνας λειτουργίας ενός συστήματος.
Ωστόσο, η παραδοσιακή κοινωνιολογική θεώρηση της διαφθοράς, αν και αναγκαία, αποδίδει έμφαση στη νομική και θεσμική της διάσταση, αφήνοντας στην άκρη μία πιο λεπτή και θεμελιώδη μορφή αλλοίωσης: τη διαφθορά της αλήθειας. Όταν οι δρώντες πολιτικοί, οικονομικοί ή θεσμικοί ερμηνεύουν τα γεγονότα, τους κανόνες ή τις αξίες κατά το συμφέρον τους, υπονομεύουν τη συλλογική εμπιστοσύνη, δηλαδή τον ίδιο τον πυρήνα της κοινωνικής συνοχής.
Η διαφθορά, επομένως, δεν είναι απλώς πράξη αλλά λόγος· δεν είναι μόνο υλική συναλλαγή, αλλά διαδικασία κατασκευής πραγματικοτήτων. Σε ένα περιβάλλον όπου η πληροφορία έχει γίνει το κατεξοχήν πεδίο εξουσίας, η στρέβλωση της αλήθειας λειτουργεί ως μηχανισμός διατήρησης κύρους, ελέγχου και κέρδους. Έτσι, το παραδοσιακό πλαίσιο της διαφθοράς χρειάζεται να συμπληρωθεί με μια ερμηνευτική προοπτική, όπου η αλλοίωση της αλήθειας συνιστά την πιο ύπουλη και διαβρωτική μορφή της.
Αυτή η προέκταση μας οδηγεί στην ανάγκη επανεξέτασης της διαφθοράς όχι μόνο ως παράβαση κανόνων, αλλά ως ερμηνευτική πράξη, ως κοινωνικό μηχανισμό παραποίησης του νοήματος, που διαμορφώνει το πώς αντιλαμβανόμαστε την ίδια την πραγματικότητα.
Από την ψυχική αλλοίωση στη θεσμική παρακμή
Η διαφθορά, όπως την κατανοούμε κοινωνιολογικά, δεν περιορίζεται στις θεσμικές εκδηλώσεις της. Κάθε μορφή παραβατικότητας προϋποθέτει ένα εσωτερικό υπόβαθρο, μια ηθική και ψυχική διάβρωση που προηγείται και την τροφοδοτεί. Αν δεν υπάρξει πρώτα μια μορφή εσωτερικής παραίτησης από την αλήθεια, η θεσμική παρανομία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.
Η ψυχική αλλοίωση εκδηλώνεται ως διαστροφή της συνείδησης, μια σταδιακή εξοικείωση του ανθρώπου με το ψεύδος και τη σκοπιμότητα. Ο ατομικισμός, η εργαλειοποίηση των αξιών και η εξάρτηση από την επιτυχία οδηγούν τον άνθρωπο να ερμηνεύει την πραγματικότητα όχι με βάση το δίκαιο ή το αληθές, αλλά με βάση το συμφέρον και το αποτέλεσμα. Όπως παρατηρεί ο Charles Taylor (1989), η σύγχρονη ηθική υποχώρηση δεν είναι άρνηση της ηθικής καθαυτής, αλλά αντικατάστασή της από έναν εργαλειακό ορθολογισμό: η αλήθεια μετριέται με όρους αποτελεσματικότητας και όχι με όρους εσωτερικής συνέπειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ψυχική αλλοίωση λειτουργεί ως προθεσμικός μηχανισμός. Ο άνθρωπος που μαθαίνει να στρεβλώνει την αλήθεια εντός του, να δικαιολογεί το μικρό ψέμα, τη μικρή εξαίρεση, την ατομική «αναγκαιότητα», γίνεται αργά ή γρήγορα φορέας ενός συστήματος που θα πράξει το ίδιο σε μακροεπίπεδο. Ο Émile Durkheim (1912) θα έλεγε ότι πρόκειται για μορφή ανομίας του εαυτού, όπου ο εσωτερικός ηθικός κανόνας χάνει τη δεσμευτική του δύναμη. Η παραίτηση από την εσωτερική ευθύνη γεννά την κοινωνική ανομία.
Η φιλοσοφία της Hannah Arendt (1963) φωτίζει περαιτέρω αυτή τη διάσταση μέσα από την έννοια της «κοινοτοπίας του κακού». Η Arendt παρατηρεί πως ο διεφθαρμένος δεν είναι πάντα ο μοχθηρός ή ο συνειδητά εγκληματίας, αλλά συχνά ο συνηθισμένος άνθρωπος που σταματά να σκέφτεται κριτικά και παραδίδεται στη ρουτίνα της υπακοής ή της σκοπιμότητας. Η αδυναμία της κριτικής αυτοσυνείδησης, η έλλειψη διαλόγου του ανθρώπου με τον εαυτό του, καθιστά τη διαφθορά εσωτερικά φυσιολογική πριν γίνει κοινωνικά αποδεκτή.
Η ψυχική αλλοίωση μπορεί να περιγραφεί, λοιπόν, ως ανθρωπολογική ρίζα της κοινωνικής διαφθοράς. Δεν προκύπτει από την οικονομική ανάγκη ή τη θεσμική ανεπάρκεια, αλλά από τη νοητική και ηθική εξοικείωση με την ανακρίβεια· από τη σταδιακή απώλεια της ικανότητας να διακρίνουμε το αληθές από το βολικό. Ο Paul Ricoeur (1992) θα το όριζε ως «ηθική λήθη», την απώλεια της μνήμης του καθήκοντος απέναντι στην αλήθεια.
Αυτό το εσωτερικό φαινόμενο έχει, όμως, κοινωνικές συνέπειες. Οι θεσμοί δεν είναι παρά καθρέφτες των ανθρώπων που τους συγκροτούν. Όταν η ατομική συνείδηση εθίζεται στην προσαρμογή και την αποσιώπηση, το ίδιο συμβαίνει και στα θεσμικά συστήματα. Οι επιχειρήσεις, οι κρατικοί μηχανισμοί και οι οργανισμοί κουβαλούν μέσα τους την ηθική στάση των μελών τους· έτσι, η ψυχική αλλοίωση μετατρέπεται σε θεσμική παρακμή.
Η κοινωνιολογική συνέπεια αυτής της διαδικασίας είναι ένας πολιτισμικός σχετικισμός όπου η έννοια της ευθύνης αποδυναμώνεται. Όσο το άτομο εκπαιδεύεται να θεωρεί τη δική του ερμηνεία ως υπέρτερη του αντικειμενικού κριτηρίου, τόσο ολόκληρη η κοινωνία χάνει την ικανότητα να διακρίνει την αυθεντική από τη στρεβλή γνώση, τη νομιμότητα από τη νομιμοφάνεια. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία «διαβρωμένη εκ των έσω», όπου οι θεσμοί καταρρέουν όχι από εξωτερικές πιέσεις, αλλά από την εσωτερική απώλεια νοήματος.
Συνοψίζοντας, η ψυχική αλλοίωση είναι η λανθάνουσα προϋπόθεση της θεσμικής παρακμής. Δεν υπάρχει διαφθορά στους θεσμούς χωρίς προηγούμενη διαφθορά της συνείδησης. Και όπως υπογραμμίζει ο Ricoeur, η αποκατάσταση της αλήθειας προϋποθέτει ηθική ανάμνηση, την ανάκτηση της εσωτερικής ευθύνης να βλέπουμε, να σκεφτόμαστε και να μιλούμε με καθαρότητα, ακόμη κι όταν αυτό κοστίζει. Μόνο τότε η εξωτερική ακεραιότητα μπορεί να αποκτήσει πραγματικό νόημα.
Η διαφθορά στην εποχή της πληροφορίας και των επιχειρήσεων
Η διάβρωση της αξιοκρατίας και των σχέσεων εντός του οργανισμού
Πριν αναλυθεί η εξωτερική διάσταση της διαφθοράς στις επιχειρήσεις, δηλαδή οι πολιτικές, οι επικοινωνιακές στρατηγικές και οι θεσμικές πρακτικές, είναι αναγκαίο να φωτιστεί η εσωτερική μορφή της, η οποία γεννιέται μέσα στην καθημερινή λειτουργία των οργανισμών. Αυτή η μορφή δεν αφορά παραβιάσεις νόμων, αλλά διαβρώσεις των αξιών: την απώλεια της δικαιοσύνης, της αξιοκρατίας, της εμπιστοσύνης και του σεβασμού μεταξύ των μελών μιας εταιρείας ή ενός οργανισμού.
Η σύγχρονη επιχείρηση είναι ένας μικρόκοσμος εξουσίας. Όταν η ιεραρχία χρησιμοποιείται όχι για συντονισμό αλλά για επιβολή, όταν η αναγνώριση των προσπαθειών δεν βασίζεται στην αξία αλλά στη σκοπιμότητα, τότε δημιουργείται ένα περιβάλλον εσωτερικής διαφθοράς. Οι εργαζόμενοι μαθαίνουν πως η επιβράβευση δεν εξαρτάται από την ποιότητα ή την ακεραιότητα, αλλά από τη συμμόρφωση και τη στρατηγική ορατότητα. Έτσι, η αδικία μετατρέπεται σε μηχανισμό επιβίωσης.
Η απώλεια της αξιοκρατίας συνιστά τη θεμελιώδη μορφή διαφθοράς εντός των επιχειρήσεων. Όταν οι προαγωγές, οι ευκαιρίες εξέλιξης ή ακόμη και η καθημερινή αναγνώριση δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική συνεισφορά, αλλά εξαρτώνται από σχέσεις εύνοιας, πολιτικής ευθυγράμμισης ή εσωτερικών συμμαχιών, τότε η οργάνωση παύει να λειτουργεί με βάση την αλήθεια. Δημιουργεί μια τεχνητή πραγματικότητα, όπου η εικόνα υπερισχύει της ουσίας.
Ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των μελών, που ενθαρρύνεται συχνά σιωπηλά από τα διοικητικά σχήματα ως “κίνητρο αποδοτικότητας”, αποτελεί άλλη μια έκφανση αυτής της διαφθοράς. Η εσωτερική αντιπαλότητα υπονομεύει την αίσθηση του κοινού σκοπού, διαλύει τη συνεργασία και καθιστά το ψεύδος εργαλείο επιβίωσης. Όπως έχει επισημάνει ο Richard Sennett (1998), το νέο καπιταλιστικό πνεύμα παράγει «εύθραυστους χαρακτήρες», ανθρώπους που μαθαίνουν να προσαρμόζονται σε ρόλους χωρίς σταθερή ηθική αναφορά, με αποτέλεσμα η εξαπάτηση να γίνεται μέρος του επαγγελματικού τους ρεπερτορίου.
Η παραμόρφωση της αναγνώρισης, όταν η προσπάθεια δεν ανταμείβεται ή η αλήθεια τιμωρείται, οδηγεί σε ψυχική αλλοίωση. Ο εργαζόμενος χάνει την αίσθηση του νοήματος, αποσυνδέεται από την εργασία του και αναπτύσσει μηχανισμούς προσαρμογής που συντηρούν το ίδιο σύστημα που τον αδικεί. Έτσι η διαφθορά αποκτά ψυχολογική αναπαραγωγιμότητα: το άτομο που νιώθει αδικημένο, αργά ή γρήγορα, θα νομιμοποιήσει μέσα του τη δική του μικρή αδικία ως μέσο επιβίωσης.
Η απουσία ηθικής ηγεσίας ολοκληρώνει τον κύκλο. Όταν οι ηγέτες δεν αποτελούν παράδειγμα δικαιοσύνης και διαφάνειας, η οργάνωση μετατρέπεται σε σύστημα αντανακλαστικής υποκρισίας, όλοι προσαρμόζονται σε αυτό που «πρέπει να φαίνεται» και όχι σε αυτό που «είναι». Ο Max Weber θα έλεγε πως εδώ εκδηλώνεται η τυπική ορθολογικότητα εις βάρος της ουσιαστικής ορθολογικότητας: η διαδικασία υπερισχύει του νοήματος.
Αυτή η εσωτερική διάβρωση, αν και συχνά αόρατη, είναι η ρίζα της εξωτερικής διαφθοράς. Από αυτή γεννιούνται οι πολιτικές επίδειξης ηθικής (CSR, ESG, diversity statements κ.λπ.), που επιχειρούν να καλύψουν το ηθικό έλλειμμα με ρητορική. Χωρίς δίκαιη αναγνώριση, χωρίς αξιοκρατία και χωρίς αλήθεια στο εσωτερικό, καμία επιχείρηση δεν μπορεί να είναι ηθική προς τα έξω. Η διαφθορά των πολιτικών ξεκινά από τη διαφθορά των σχέσεων.
Από την διάβρωση εντός στις εξωτερικές πολιτικές
Η διαφθορά που φωλιάζει μέσα στην κουλτούρα ενός οργανισμού σπάνια παραμένει εσωτερική υπόθεση. Με τον καιρό αποκτά πολιτική και θεσμική μορφή, εκφραζόμενη μέσω προγραμμάτων, εταιρικών στρατηγικών και επικοινωνιακών αφηγημάτων που επιδιώκουν να αντισταθμίσουν ή να αποκρύψουν το ηθικό έλλειμμα του εσωτερικού περιβάλλοντος. Η εσωτερική αδικία, η μεροληψία, η έλλειψη διαφάνειας και η υποκρισία μετατρέπονται σταδιακά σε δομικά στοιχεία εξωτερικής πολιτικής.
Σε αυτό το στάδιο, η διαφθορά παύει να είναι ζήτημα προσωπικής συμπεριφοράς και γίνεται επικοινωνιακή τεχνολογία. Οι επιχειρήσεις που δεν θεμελιώνονται στην αλήθεια και στην εσωτερική δικαιοσύνη καταφεύγουν σε συστήματα «ηθικής διαχείρισης της εικόνας», δηλαδή σε πρακτικές που παράγουν εντυπώσεις νομιμότητας χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Έτσι, η επικοινωνία υποκαθιστά την εντιμότητα.
Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ορατή στον 21° αιώνα, όπου η πληροφορία αποτελεί τον βασικό φορέα εξουσίας. Οι επιχειρήσεις πλέον δεν «παράγουν» μόνο προϊόντα, αλλά αφηγήσεις· δεν πουλούν απλώς αγαθά, αλλά νοήματα. Αυτή η μετατόπιση επιτρέπει τη δημιουργία μιας νέας μορφής διαφθοράς, την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε ερμηνευτική διαφθορά: τη σκόπιμη παραποίηση των συμβόλων της ηθικής.
Η εταιρική κοινωνική ευθύνη (CSR), τα προγράμματα ESG, οι ηθικοί κώδικες και οι πολιτικές βιωσιμότητας αποτελούν συχνά εκφάνσεις αυτού του φαινομένου. Δεν είναι εγγενώς διεφθαρμένες, αλλά όταν προκύπτουν από οργανισμούς που δεν έχουν εσωτερική αξιοκρατία και δικαιοσύνη, μετατρέπονται σε μηχανισμούς νομιμοποίησης της ασυνέπειας. Το εσωτερικό ηθικό κενό μεταμφιέζεται σε εξωτερική «αρετή».
Αυτή η διαδικασία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, γιατί θεσμοποιεί το ψεύδος. Οι οργανισμοί μαθαίνουν να διαχειρίζονται την ηθική όπως διαχειρίζονται το marketing: με δείκτες, καμπάνιες και αριθμητικές αποδείξεις «προόδου». Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας διοικητικής αισθητικής του καλού, όπου η ηθική δεν είναι βίωμα, αλλά εργαλείο.
Ο Jean Baudrillard (1981) περιέγραψε αυτό το φαινόμενο ως «υπερπραγματικότητα»: οι οργανισμοί δεν προσπαθούν να είναι ηθικοί, αλλά να φαίνονται ηθικοί με τόσο πειστικό τρόπο, ώστε η διαφορά να γίνεται αόρατη. Το ίδιο συνέβη ιστορικά και με τη γλώσσα της πολιτικής, η έννοια της «διαφάνειας» χρησιμοποιείται ως ρητορικό τέχνασμα περισσότερο παρά ως πρακτική.
Η ψηφιακή εποχή έχει ενισχύσει αυτή τη δυναμική. Η κουλτούρα της επίδειξης, η εμμονή με τη δημόσια εικόνα και η διαχείριση δεδομένων έχουν μετατρέψει τη διαφάνεια σε παραστασιακό γεγονός. Οι επιχειρήσεις δημοσιεύουν εκθέσεις «λογοδοσίας», παρουσιάζουν στατιστικά «ηθικής συμπεριφοράς», προβάλλουν βίντεο και δεσμεύσεις, ενώ το πραγματικό ερώτημα - η δικαιοσύνη στο εσωτερικό τους - παραμένει αθέατο. Έτσι, δημιουργείται μια εξωτερικευμένη διαφθορά της ηθικής, όπου η ευθύνη αντικαθίσταται από την επικοινωνία.
Αυτό που τελικά παρατηρείται είναι η αντιστροφή του ηθικού αξιώματος: αντί η εσωτερική αρετή να παράγει δίκαιες πολιτικές, οι πολιτικές προσπαθούν να κατασκευάσουν την εικόνα της αρετής. Ο οργανισμός που αδικεί μέσα του, θα ψευδο-νομιμοποιηθεί έξω του. Και καθώς η κοινωνία συνηθίζει αυτή τη συμβολική αντιστροφή, η έννοια της διαφθοράς απονοηματοδοτείται πλήρως. Γίνεται αισθητικό ζήτημα, όχι ηθικό.
Η εξωτερική διαφθορά των επιχειρήσεων, επομένως, δεν είναι απλώς επικοινωνιακό λάθος· είναι αντανάκλαση της εσωτερικής τους ηθικής δομής. Όπως το σώμα δεν μπορεί να κρύψει τη νόσο του για πολύ, έτσι και ένας οργανισμός δεν μπορεί να αποκρύψει για καιρό το ήθος του. Στην εποχή της πληροφορίας, η διαφθορά δεν κρύβεται, αναπαρίσταται.
Η κοινωνική διάσταση της ερμηνευτικής διαφθοράς
Η διαφθορά, όπως αποκαλύπτεται μέσα από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, δεν περιορίζεται σε επιμέρους θεσμούς ή άτομα. Διαχέεται πολιτισμικά, διαμορφώνοντας έναν νέο κοινωνικό τύπο αλλοίωσης, όπου η αλήθεια χάνει την καθολική της αξία και μετατρέπεται σε προϊόν διαχείρισης. Αυτή η διαδικασία δεν είναι ούτε απλή ψευδολογία ούτε μεμονωμένη ανεντιμότητα· είναι μια συστηματική στρέβλωση της σχέσης μεταξύ γλώσσας, αξιών και πράξης.
Η μελέτη αυτή ορίζει αυτό το φαινόμενο με τον όρο ερμηνευτική διαφθορά (interpretive corruption).
Πρόκειται για τη διαδικασία κατά την οποία άτομα, θεσμοί ή συλλογικά συστήματα αναδομούν την έννοια της αλήθειας ή του δικαίου ώστε να εξυπηρετήσουν τις δικές τους σκοπιμότητες. Δεν αλλοιώνουν απλώς τα γεγονότα· αλλοιώνουν το πλαίσιο ερμηνείας των γεγονότων.
Η ερμηνευτική διαφθορά αποτελεί έτσι τρίτη μορφή κοινωνικής διαφθοράς, πέρα από τη θεσμική και την οικονομική. Ενώ η πρώτη αφορά την κατάχρηση εξουσίας και η δεύτερη τη χρηματική συναλλαγή, η ερμηνευτική διαφθορά συνιστά κατάχρηση νοήματος. Είναι η ικανότητα ενός συστήματος να επιβάλλει το δικό του “νόμιμο ψεύδος” (Bourdieu, 1991) και να μετατρέπει την παραποίηση σε κανονικότητα.
Στο επίπεδο της κοινωνίας, η ερμηνευτική διαφθορά γεννά πολιτισμικό σχετικισμό. Όταν όλες οι αλήθειες θεωρούνται ισότιμες, όταν το κριτήριο του αληθούς υποκαθίσταται από το «χρήσιμο» ή το «αποτελεσματικό», τότε η κοινωνία παύει να διαθέτει κοινό άξονα νοήματος. Αυτό το φαινόμενο συνδέεται με αυτό που ο Habermas (1984) αποκαλεί στρέβλωση της επικοινωνιακής λογικής: το σημείο όπου η γλώσσα δεν λειτουργεί για κατανόηση, αλλά για επιβολή.
Η ερμηνευτική διαφθορά έχει τρεις κύριες διαστάσεις:
- Ατομική διάσταση, εκδηλώνεται ως ψυχική αλλοίωση, δηλαδή ηθική προσαρμογή και επιλεκτική ερμηνεία της αλήθειας από το ίδιο το άτομο.
- Θεσμική διάσταση, εκδηλώνεται στις επιχειρήσεις, στα μέσα ενημέρωσης και στους κρατικούς μηχανισμούς ως διαδικασία ανακατασκευής της πραγματικότητας προς όφελος συμφερόντων.
- Πολιτισμική διάσταση, εκδηλώνεται ως κοινωνική εξοικείωση με την ψευδή ερμηνεία· όταν η κοινωνία μαθαίνει να αποδέχεται την «εκδοχή» ως υποκατάστατο της αλήθειας.
Αυτή η μορφή διαφθοράς είναι αυτοτροφοδοτούμενη: όσο περισσότερο διαδίδεται, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η αναγνώρισή της. Η κοινωνία συνηθίζει στο «λογικοφανές ψεύδος», και έτσι η διάκριση μεταξύ ειλικρίνειας και στρατηγικής εξαφανίζεται. Ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει μέσα σε «μετα-αλήθειες», όπως επισημαίνουν σύγχρονοι κοινωνικοί στοχαστές (Keyes, 2004· McIntyre, 2018).
Η ερμηνευτική διαφθορά έχει επομένως πολλαπλές επιπτώσεις: αποδυναμώνει τη δημοκρατία, διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, ακυρώνει τη δυνατότητα διαλόγου και υπονομεύει την παιδεία ως χώρο αναζήτησης του αληθούς. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για την κοινωνική θεσμοθέτηση της ψευδαίσθησης.
Ο νέος αυτός όρος δεν προτείνεται απλώς ως γλωσσική καινοτομία, αλλά ως αναλυτικό εργαλείο. Η ερμηνευτική διαφθορά περιγράφει τη μετάβαση από τη διαφθορά της πράξης στη διαφθορά του νοήματος, από την παράνομη πράξη στη νόμιμη ψευδαίσθηση. Η κατανόησή της είναι απαραίτητη αν θέλουμε να μελετήσουμε τις κοινωνίες της πληροφορίας, όπου η δύναμη δεν ασκείται πλέον μόνο μέσω υλικών μέσων, αλλά μέσω ερμηνειών.
Συμπεράσματα
Η ανάλυση που προηγήθηκε έδειξε ότι η διαφθορά δεν αποτελεί μόνο κοινωνική ή οικονομική παθολογία· είναι κυρίως ερμηνευτική πράξη, ένας τρόπος με τον οποίο το άτομο και οι θεσμοί παραποιούν τη σχέση τους με την αλήθεια. Από την ψυχική αλλοίωση του ανθρώπου έως τη θεσμική παρακμή, εκτυλίσσεται μια συνεχής γραμμή παραμόρφωσης του νοήματος, η οποία γεννά νέες μορφές ανισότητας, υποκρισίας και ηθικού σχετικισμού.
Η μελέτη κατέδειξε ότι στο σύγχρονο επιχειρηματικό και κοινωνικό περιβάλλον, η διαφθορά έχει μετακινηθεί από το επίπεδο της πράξης στο επίπεδο της ερμηνείας. Δεν είναι πλέον αναγκαίο να παραβιάζονται ρητοί κανόνες· αρκεί να αλλοιώνεται το πλαίσιο κατανόησης αυτών των κανόνων. Η αδικία, ο αθέμιτος ανταγωνισμός, η απώλεια αξιοκρατίας και η μεροληψία λειτουργούν ως βασικοί μηχανισμοί μιας ευρύτερης ψυχικής και αξιακής στρέβλωσης, που προετοιμάζει το έδαφος για θεσμικές μορφές διαφθοράς.
Από αυτή την προοπτική, η ερμηνευτική διαφθορά συνιστά τον θεμέλιο λίθο κάθε άλλης μορφής διαφθοράς. Είναι η πρωτογενής διαδικασία μέσα από την οποία η κοινωνία μαθαίνει να μεταφράζει την ανεντιμότητα σε επιτυχία και την εξαπάτηση σε ικανότητα. Όταν η αλήθεια μετατρέπεται σε στρατηγικό εργαλείο, ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται: οι θεσμοί χάνουν τη νομιμοποιητική τους βάση, οι επιχειρήσεις λειτουργούν με όρους επικοινωνιακής ηθικής και ο πολίτης χάνει την εμπιστοσύνη του στο κοινό νόημα.
Η ερμηνευτική διαφθορά είναι επομένως ηθικό και πολιτισμικό φαινόμενο, όχι απλώς διοικητικό ή πολιτικό. Δεν διορθώνεται με νόμους, αλλά με ανασύσταση της ηθικής συνείδησης. Η αποκατάσταση της αλήθειας απαιτεί τη μετάβαση από την πληροφοριακή ηθική στην υπαρξιακή ηθική: από την επικοινωνιακή εικόνα του καλού στην εσωτερική συνέπεια του πράττειν.
Επιστημονικά, η έννοια της ερμηνευτικής διαφθοράς προσφέρει ένα νέο εργαλείο κατανόησης των κοινωνιών της πληροφορίας. Ερμηνεύει φαινόμενα όπως η ψευδοδιαφάνεια, η «πολιτική της εικόνας» και η θεσμοποιημένη και θεσμοθετημένη υποκρισία, ως εκδηλώσεις μιας βαθύτερης ανθρωπολογικής κρίσης. Η ηθική δεν εξαφανίζεται, αναπλαισιώνεται σύμφωνα με το συμφέρον και το θεαθήναι.
Η κοινωνιολογική συνέπεια είναι σαφής: όσο η ερμηνευτική διαφθορά επεκτείνεται, τόσο η κοινωνία χάνει την ικανότητα αυτοκριτικής και αυτοδιόρθωσης. Το ψεύδος παύει να είναι ανωμαλία και γίνεται κοινό έδαφος επικοινωνίας. Μόνο η ανάκτηση της εσωτερικής δικαιοσύνης, της δικαιοσύνης απέναντι στην αλήθεια, μπορεί να επαναφέρει ισορροπία.
Η μελέτη αυτή δεν επιδιώκει να ηθικολογήσει, αλλά να αναδείξει τη μετατόπιση της διαφθοράς από το πεδίο της πράξης στο πεδίο του νοήματος. Η «ερμηνευτική διαφθορά» δεν είναι απλώς ένας νέος όρος· είναι μια νέα συνθήκη της σύγχρονης κοινωνίας. Μια κοινωνία που επιβιώνει με όρους ψευδοαλήθειας, αργά ή γρήγορα, παύει να παράγει πραγματική εμπιστοσύνη, πραγματική παιδεία και εντέλει, πραγματική δημοκρατία.
Επίμετρο
Η αλήθεια δεν είναι έννοια, είναι στάση. Δεν κατοικεί στα δεδομένα, αλλά στην προαίρεση του ανθρώπου να τα βλέπει χωρίς σκοπιμότητα. Η μεγαλύτερη μορφή διαφθοράς δεν είναι αυτή που αλλοιώνει τους θεσμούς, αλλά εκείνη που αλλοιώνει την ικανότητά μας να διακρίνουμε το αληθές από το πρόσφορο.
Ο διεφθαρμένος άνθρωπος της εποχής μας δεν είναι πάντοτε αδίστακτος· είναι κυρίως ανίκανος να βλέπει καθαρά. Έχει μάθει να ζει μέσα σε ένα συνεχές πλέγμα ερμηνειών, όπου η κάθε πράξη, η κάθε λέξη και η κάθε «πραγματικότητα» οφείλει να εξυπηρετεί κάτι. Σε αυτή τη συνθήκη, η αλήθεια δεν λέγεται για να σωθεί, αλλά για να χρησιμοποιηθεί.
Αν η ερμηνευτική διαφθορά είναι το σύμπτωμα της εποχής, τότε η θεραπεία της βρίσκεται όχι στους μηχανισμούς ελέγχου, αλλά στην αποκατάσταση της εσωτερικής όρασης, εκείνης της σιωπηλής ηθικής διαύγειας που προϋπάρχει του νόμου και υπερβαίνει τη σκοπιμότητα. Ο άνθρωπος που παραμένει δίκαιος, ακόμη κι όταν δεν επιβραβεύεται, είναι ο αληθινός αντιπολιτισμικός ήρωας του καιρού μας.
Η κοινωνία δεν χρειάζεται περισσότερες δηλώσεις ηθικής· χρειάζεται πράξεις αλήθειας. Χρειάζεται ανθρώπους που να ζουν χωρίς να παζαρεύουν το φως της συνείδησής τους. Γιατί μόνο όταν η αλήθεια γίνει ξανά προσωπικό καθήκον και όχι δημόσια στρατηγική, τότε η δικαιοσύνη - και μαζί της ο πολιτισμός - θα πάψουν να είναι προσωπεία και θα ξαναγίνουν πράξη.
Βιβλιογραφία
- Alatas, S.H. (1999) Corruption and the Destiny of Asia. Kuala Lumpur: Prentice Hall.
- Arendt, H. (1963) Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil. New York: Viking Press.
- Baudrillard, J. (1981) Simulacres et Simulation. Paris: Galilée.
- Bourdieu, P. (1991) Language and Symbolic Power. Cambridge: Polity Press.
- Durkheim, É. (1912) Les formes élémentaires de la vie religieuse. Paris: Alcan.
- Foucault, M. (1980) Power/Knowledge: Selected Interviews and Other Writings 1972–1977. New York: Pantheon Books.
- Habermas, J. (1984) The Theory of Communicative Action, Volume 1: Reason and the Rationalization of Society. Boston: Beacon Press.
- Heidenheimer, A.J. & Johnston, M. (2002) Political Corruption: Concepts and Contexts. 3rd ed. New Brunswick: Transaction Publishers.
- Johnston, M. (2005) Syndromes of Corruption: Wealth, Power, and Democracy. Cambridge: Cambridge University Press.
- Keyes, R. (2004) The Post-Truth Era: Dishonesty and Deception in Contemporary Life. New York: St. Martin’s Press.
- McIntyre, L. (2018) Post-Truth. Cambridge, MA: MIT Press.
- Nye, J.S. (1967) ‘Corruption and Political Development: A Cost-Benefit Analysis’, American Political Science Review, 61(2), pp. 417–427.
- Ricoeur, P. (1986) From Text to Action: Essays in Hermeneutics II. Evanston: Northwestern University Press.
- Ricoeur, P. (1992) Oneself as Another. Chicago: University of Chicago Press.
- Rose-Ackerman, S. (1999) Corruption and Government: Causes, Consequences, and Reform. Cambridge: Cambridge University Press.
- Sennett, R. (1998) The Corrosion of Character: The Personal Consequences of Work in the New Capitalism. New York: W.W. Norton.
- Taylor, C. (1989) Sources of the Self: The Making of the Modern Identity. Cambridge, MA: Harvard University Press.
- Transparency International (2023) Corruption Perceptions Index 2023. Berlin: Transparency International.
- Williams, R. (1999) ‘New Concepts for Old? Third World Perspectives on Corruption’, Third World Quarterly, 20(3), pp. 503–513.
- Zuboff, S. (2019) The Age of Surveillance Capitalism. New York: PublicAffairs.